Η Ελλάδα ήταν πλήρως απομονωμένη από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Οι ξένοι δανειστές διεκδικούσαν την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα, ώστε να διασφαλίσουν την αποπληρωμή των δανείων τους που είχαν χορηγήσει στη χώρα μας. Ο Δηλιγιάννης τον Ιούνιο του 1895 ίδρυσε ανεξάρτητη αρχή, με την ονομασία «Διοικητικό Συμβούλιο της Υπηρεσίας του Δημοσίου Χρέους», αποσκοπώντας στην εξεύρεση αποδεκτής λύσης από τους ξένους κεφαλαιούχους. Οι μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία, που σαφώς υποστήριζαν τα συμφέροντα των ξένων πιστωτών, αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα και καχυποψία το νεοσυσταθέν Διοικητικό Συμβούλιο, γιατί τα μέλη του ήταν έλληνες διορισμένα από την κυβέρνηση Δηλιγιάννη.
Ωστόσο, η σύσταση ενός ξενόφερτου Διοικητικού Συμβουλίου θα ήταν απρεπής και ατιμωτική πράξη, γιατί η κυβέρνηση Δηλιγιάννη στα μάτια του ελληνικού λαού θα εμφανιζόταν υπόδουλη των προστάτιδων δυνάμεων. Οι διαπραγματεύσεις του συσταθέντος Διοικητικού Συμβουλίου με τους ξένους ομολογιούχους κράτησαν μέχρι τον Οκτώβριο του 1896. Στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων συμμετείχε και η Εθνική Τράπεζα με εκπρόσωπο τον διοικητή της Στέφανο Στρέιτ. Αν και τον Οκτώβριο του 1896 μεταξύ της κυβέρνησης Δηλιγιάννη και των ξένων πιστωτών επήλθε οριστική συμφωνία, με την οποία ορίζονταν οι όροι και οι προϋποθέσεις εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας, εντούτοις η Συμφωνία αυτή ουδέποτε ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων. Ουσιαστικά, η Συμφωνία αυτή ναρκοθετήθηκε από τις κύριες πιστώτριες χώρες και ιδίως από τη Γερμανία, με αποτέλεσμα ο πρωθυπουργός Θ. Δηλιγιάννης να ανακαλέσει την έγκρισή της.
Η αδυναμία εξεύρεσης συμβιβασμού μεταξύ της Ελλάδος και των ξένων πιστωτών, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες, που προκάλεσε τον ατυχή για την πατρίδα μας ελληνοτουρκικό πόλεμο τον Απρίλιο του 1897. Το οξύτατο Κρητικό ζήτημα ήταν η σπίθα έκρηξης της ελληνοτουρκικής σύρραξης. Από την πρώτη στιγμή η Αγγλία και η Γερμανία τάχθηκαν στο πλευρό της Τουρκίας. Η Ελλάδα μπήκε σε έναν πόλεμο χαμένο από χέρι. Η Τουρκία είχε την αμέριστη στρατιωτική και πολιτικοοικονομική συμπαράσταση της Αγγλίας και ιδίως της Γερμανίας. Η χώρα μας πήγαινε στον πόλεμο σαν αρνί επί σφαγή. Έγκριτοι συγγραφείς και ερευνητές σαν τον Ανδρέα Ανδρεάδη (1876-1935) έχουν υποστηρίξει, ότι, η Γερμανία με ύπουλο τρόπο παγίδευσε τη χώρα μας και την εξώθησε σε πόλεμο με την Τουρκία. Στον πόλεμο του 1897 η Ελλάδα υπέστη πανωλεθρία και εξαναγκάστηκε σε ταπεινωτική Συμφωνία με τους Οθωμανούς. Ταυτόχρονα, οι προστάτιδες δυνάμεις μας επέβαλαν τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (ΔΟΕ).
Στις 26 Φεβρουαρίου 1898, η κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη (1856-1936) έφερε προς ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων τη συμφωνία περί της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ο ΔΟΕ ήταν μια εξαμελής επιτροπή, με εκπροσώπους από τις κυριότερες πιστώτριες χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ρωσία και Αυστρία). Στους αποικιοκρατικούς όρους της συμφωνίας αυτής, η Ελλάδα με την εγγύηση των μεγάλων δυνάμεων θα ελάμβανε εξωτερικό δάνειο 6.800.000 χρυσών αγγλικών λιρών (ή 151.300.000 χρυσά γαλλικά φράγκα), εκ των οποίων τα 4.000.000 λίρες (95.000.000 χρυσά γαλλικά φράγκα) θα κατέβαλε ως αποζημίωση στους τούρκους για την εκκένωση των καταληφθέντων εδαφών. Οι Οθωμανοί παρέδωσαν τον Μάιο του 1898 στη χώρα μας τη Θεσσαλία και τα κατακτηθέντα εδάφη της Στερεάς Ελλάδος. Επειδή ο όρος “Έλεγχος” απηχούσε την υποτέλεια της Ελλάδος στις μεγάλες δυνάμεις, το 1899 με τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος μετονομάστηκε σε Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (ΔΟΕ). Στη ΔΟΕ δόθηκε η δικαιοδοσία να λαμβάνει προσόδους, από τα εγχώρια μονοπώλια (άλατος, πυρείων, πετρελαίου, κ.ά.), από τις εισπράξεις τελωνείων (Πειραιώς, Πατρών, Βόλου, κ.ά.), από τα έσοδα χαρτοσήμου, κ.λπ. Συνεπώς, ο ΔΟΕ είχε την αρμοδιότητα να εισπράττει άνω του 50% των συνολικών εσόδων του ελληνικού κράτους, ώστε η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους στους ξένους πιστωτές να πραγματοποιείται απρόσκοπτα.