Το Ιράν αλλάζει: Λύνεται “σιωπηλό” η υποχρεωτικότητα της μαντίλας

Σήμερα η ιρανική κοινωνία, που έχει αστικοποιηθεί ραγδαία, μάλλον έχει πάρει τις αποφάσεις της: επιθυμεί “κανονικότητα” και επιθυμεί “Δύση”, αν όχι πολιτικά, σίγουρα πολιτιστικά.
Οι ξένοι δημοσιογράφοι που ζουν στο Ιράν παρατηρούν ότι περίπου το 40% των γυναικών στα αστικά κέντρα κυκλοφορεί με ακάλυπτη κεφαλή (ή με κάποιο μοδάτο μαντίλι ριγμένο, για κάθε ενδεχόμενο, στους ώμους). Η τάση αυτή προϋπήρχε, αλλά πήρε μαζικές διαστάσεις μετά τον θάνατο της Μαχσά Αμινί, της νεαρής κοπέλας κουρδικής καταγωγής, η οποία έχασε τη ζωή της το 2022, ενώ είχε οδηγηθεί στο αστυνομικό τμήμα για “άσεμνη περιβολή”, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν πολυήμερες και ενίοτε βίαιες διαδηλώσεις.
Σημειώνεται ότι από τα δύο κατεξοχήν ταυτοτικά στοιχεία του ισλαμικού καθεστώτος, η μεν καθολική απαγόρευση του αλκοόλ δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο κοινωνικής αμφισβήτησης (μολονότι η προμήθεια στη μαύρη αγορά όχι μόνο οινοπνευματωδών, αλλά και κάθε είδους ναρκωτικών καλά κρατεί), όμως οι κανόνες περί “ευπρεπούς ενδυμασίας” αποτελούν εδώ και χρόνια σημείο αντιλεγόμενο. Η πιο ευφάνταστη μορφή διαμαρτυρίας ήταν η προ δεκαετίας διαδικτυακή καμπάνια, όπου Ιρανοί φωτογραφίζονταν φορώντας την μαντίλα της γυναίκας τους σε ένδειξη αλληλεγγύης.
Οι συντηρητικοί του ιρανικού κοινοβουλίου επιχείρησαν τον περασμένο Δεκέμβριο να ξαναπάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, υπερψηφίζοντας νομοσχέδιο περί “Διαφύλαξης της Οικογένειας μέσω της αγνότητας και του χετζάμπ”, σε μια προσπάθεια να “κοπούν τα φτερά” και της νέας κυβέρνησης Πεζεσκιάν, η οποία εμφανιζόταν προγραμματικά ελαστική επί του θέματος.
Βάσει του νέου νόμου, οι καθ’ υποτροπήν παραβάτ(ισσ)ες, καθώς και όποιος χλεύαζε τους κανόνες θα αντιμετώπιζαν βαρύτερα πρόστιμα και αυστηρότερες ποινές που μπορούσαν να φθάσουν έως και τα 15 χρόνια φυλάκισης. Επιβαλλόταν επίσης στις επιχειρήσεις να αναφέρουν οποιονδήποτε παραβιάζει τους κανόνες.
Η Μασουμέ Εμπτεκάρ, πρώην αντιπρόεδρος αρμόδια για τις γυναίκες και τις οικογενειακές υποθέσεις, επέκρινε τον νόμο χαρακτηρίζοντάς τον ως “ποινικοποίηση του μισού ιρανικού πληθυσμού”.
Η συζήτηση για το χετζάμπ απέκτησε περαιτέρω ώθηση, όταν η δημοφιλής τραγουδίστρια Παραστού Αχμαντί, συνελήφθη μετά από τη μετάδοση εικονικής συναυλίας χωρίς κοινό στο YouTube, ενώ δεν φορούσε μαντίλα. Η συναυλία έγινε γρήγορα viral και η σύλληψη της Αχμαντί και των μελών του συγκροτήματός της προκάλεσε εκτεταμένες αντιδράσεις. Αντιμετωπίζοντας τη δημόσια κατακραυγή, οι αρχές άφησαν τους συλληφθέντες ελεύθερους την επόμενη μέρα.
Το νέο νομοθέτημα θα ετίθετο σε ισχύ στις 13 Δεκεμβρίου, όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Παρεμβλήθηκε η συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας που επέβαλε αναστολή εφαρμογής του νόμου μέχρι νεωτέρας. Με άλλα λόγια, ο νέος νόμος κρίθηκε ότι θα μπορούσε να υπονομεύσει τη συνοχή του κράτους, πυροδοτώντας νέο κύμα διαδηλώσεων. Ασφαλώς και θα ήταν πολυτέλεια για την Ισλαμική Δημοκρατία ένας νέος γύρος εσωτερικών εντάσεων σε μια τέτοια περιφερειακή συγκυρία.
Ο φετινός “Πόλεμος των Δώδεκα Ημερών” με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ ενίσχυσε την επιθυμία των κυβερνώντων να απεμπλακούν από το ζήτημα, προκειμένου να διατηρηθεί η πατριωτική συσπείρωση κοινωνικών στρωμάτων διόλου ευσεβών ή φιλικών προς το καθεστώς.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 3 Οκτωβρίου, ο Μοχάμεντ-Ρεζά Μπαχονάρ, συντηρητικός πρώην βουλευτής και νυν μέλος του Συμβουλίου Διάκρισης του Συμφέροντος του Συστήματος που συμβουλεύει τον Ανώτατο Ηγέτη δήλωσε ότι ο νόμος του Δεκεμβρίου “δεν είναι πλέον νομικά εκτελεστός”. Πρόσθεσε μάλιστα ότι το “υπόδειγμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας σταδιακά και διακριτικά μεταρρυθμίζεται”.
Στο κοινοβούλιο οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν το Σάββατο θύελλα μεταξύ των υπερσυντηρητικών. Ο βουλευτής Αχμάντ Ραστινέ αναρωτήθηκε τίνος τα συμφέροντα υπερασπίζεται ο Μπαχονάρ ως μέλος του Συμβουλίου, ενώ ο εισηγητής του νομοσχεδίου Αμιρ-Χοσέιν Μπανκιπούρ κατήγγειλε από τηλεοράσεως τον πρόεδρο Πεζεσκιάν και τον πρόεδρο του κοινοβουλίου Γαλιμπάφ ότι δεν μεταβιβάζουν τις αποφάσεις της νομοθετικής εξουσίας στα εκτελεστικά σώματα.
Αλλά η κοινωνική πραγματικότητα οδηγεί αλλού. Αν η υποχρεωτικότητα, άλλοτε της δυτικής και πιο πρόσφατα της ισλαμοπρεπούς περιβολής δίχασε το Ιράν και ενίσχυσε την καταπίεση, οι σημερινοί Ιρανοί και Ιρανές αισθάνονται πιο άνετα με την ελευθερία επιλογής και τον συντονισμό με τα σύγχρονα καταναλωτικά ήθη. Άλλωστε, η παράκαμψη νόμων που “μένουν στα χαρτιά” έχει γίνει τρόπος ζωής σε πολλούς τομείς, π.χ. την χρήση των social media.
Το ότι η πολιτική εξουσία συμφιλιώνεται θέλοντας και μη με αυτή την πραγματικότητα είναι άλλος ένας δείκτης της αθόρυβης μετάλλαξης του καθεστώτος προς αναπάντεχη κατεύθυνση – με τον ιρανικό εθνικισμό να υπερτερεί των ισλαμικών επιταγών.
Για την ιστορία
Τον Ιανουάριο του 1936 ο τότε σάχης της Περσίας (την οποία είχε μόλις μετονομάσει σε Ιράν) Ρεζά Παχλεβί απαγόρευσε με διάταγμα την κυκλοφορία στους δρόμους γυναικών με την παραδοσιακή περιβολή (χετζάμπ), επιστρατεύοντας μάλιστα την αστυνομική καταστολή των παραβατριών. Αποτελούσε αυτό άλλο ένα μέτρο “εκσυγχρονισμού από τα πάνω” που προωθούσε ο σάχης (ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό το παράδειγμα του γείτονά του, Κεμάλ Ατατούρκ) προκειμένου μεταξύ άλλων να επιβληθούν σε γυναίκες και άνδρες τα δυτικά εμφανισιακά ήθη. Είχε ήδη επιστρατευθεί για αυτό η αυτοκρατορική οικογένεια, καθώς η σύζυγος και οι κόρες του σάχη άρχισαν να εμφανίζονται σε δημόσιες εκδηλώσεις (εγκαταλείποντας τον εγκλεισμό τους στο παλάτι) και μάλιστα με ακάλυπτη κεφαλή, ενώ μία από τις πριγκήπισσες τέθηκε επικεφαλής της Ένωσης Κυριών, στελεχωμένης από τις πρώτες Ιρανές φεμινίστριες.
Ένα από τα μελήματα του σάχη ήταν η ομογενοποίηση της χώρας, καθώς η παραδοσιακή περιβολή έφερε σημάδια του τόπου καταγωγής, του θρησκευτικού δόγματος, της εθνότητας ή της φυλής του καθενός (σε μία εποχή που μεγάλο τμήμα της χώρας κατοικούνταν ακόμη από νομάδες).
Το “Κασφ-ε-Χετζάμπ” βιώθηκε ως τραύμα από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και υπήρξαν γυναίκες, κυρίως ηλικιωμένες, οι οποίες επί πέντε χρόνια, μέχρι τη άρση της απαγόρευσης, αρνήθηκαν να βγουν από το σπίτι τους.
Με τους άνδρες τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, καθώς το διάταγμα που τους επέβαλε να φέρουν ευρωπαϊκά καπέλα οδήγησε το καλοκαίρι του 1935 σε πολύνεκρες ταραχές στην ιερή πόλη της Μασχάντ, όπου την καταστολή ανέλαβε στρατός φερμένος από τις αζερικές επαρχίες στην άλλη άκρη της χώρας.
Play Video
Όταν ο σάχης ανατράπηκε το 1941 και αντικαταστάθηκε από τον γιό του, Μοχάμαντ Ρεζά Παχλεβί το χετζάμπ αποποινικοποιήθηκε. Όμως ο στιγματισμός παρέμεινε, καθώς οι φέρουσες την παραδοσιακή ενδυμασία θεωρούνταν κατώτερης κοινωνικής τάξεως και αμόρφωτες, εξ ου και δεν προσλαμβάνονταν σε υπηρεσίες ή δεν εξυπηρετούνταν στα “καλά μαγαζιά”. Αντιστρόφως, οι ακάλυπτες γυναίκες θεωρούνταν από τον πολύ κόσμο “εύκολες” και δεκτικές στην σεξουαλική παρενόχληση.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα είχε πολιτικοποιηθεί ανεπανόρθωτα και η “ρεβάνς” έμελλε να δοθεί μετά από τέσσερις δεκαετίες. Στην Ιρανική Επανάσταση του 1978-9, το “τσαντόρ” έγινε σύμβολο της απόρριψης της δυτικής ηγεμονίας και της εξουσίας του σάχη και το φορούσαν στις διαδηλώσεις ακόμη και γυναίκες, οι οποίες δεν καλύπτονταν στην καθημερινή τους ζωή. “Μοντέρνες” και “παραδοσιακές” βρέθηκαν έτσι να συμμετέχουν με ασφάλεια σε μαζικές κινητοποιήσεις, περιβαλλόμενες, οι περισσότερες για πρώτη φορά στη ζωή τους, από πλήθος ανδρών.
Αλλά βέβαια όλα άλλαξαν όταν ευθύς μετά την ανατροπή του σάχη, τον Φεβρουάριο του 1979, νομοθετήθηκε η υποχρεωτικότητα του τσαντόρ. Όμως τον επόμενο μήνα, η μαζική γυναικεία διαδήλωση κατά την Ημέρα της Γυναίκας (8 Μαρτίου 1979) ανέστειλε προς στιγμήν την εφαρμογή του μέτρου. Η επιβολή του τσαντόρ, και μάλιστα με βαριές ποινές τότε, οριστικοποιήθηκε το 1981, αφού ηττήθηκαν οι ανταγωνιστές του αγιατολλάχ Χομεϊνί κατά το μετεπαναστατικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ των συμπρωταγωνιστών της ανατροπής του σάχη.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης