Από τη Νοτιοανατολική στη Δυτική Μεσόγειο – Η γεωστρατηγική προέκταση της Ελλάδας

Tου ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΣΙΑ 

 

Τα επιβεβαιωµένα αποθέµατα φυσικού αερίου της NΑ Μεσογείου αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 1,7% των επιβεβαιωµένων παγκόσµιων αποθεµάτων φυσικού αερίου (3.500/206.000) δισεκατοµµύρια κυβικά πόδια (Bcm).

Τα πεδία του Ισραήλ, Ταµάρ και Λεβιάθαν έχουν εκµεταλλεύσιµα αποθέµατα περίπου 1.000 Bcm. Τα σηµερινά αποδεδειγµένα αποθέµατα της Κύπρου, Αφροδίτη, Γλαύκος και Καλυψώ, κυµαίνονται µεταξύ 400 και 600 Bcm. Η Αίγυπτος µε τα πεδία Ζορ και Νουρ έχουν περίπου 2.000 Bcm εκµεταλλεύσιµα.

Οι συντηρητικές εκτιµήσεις των εκµεταλλεύσιµων αποθεµάτων στην Ελλάδα (Κρήτη και Ιόνιο ακόµα σε φάση ερευνών) κυµαίνονται µεταξύ 400 και 600 Bcm. Ο Λίβανος και η Παλαιστίνη έχουν επίσης δυνητικά υπεράκτια κοιτάσµατα σε πρώιµη φάση ερευνών λόγω γεωπολιτικών δυσκολιών.

Το Γεωλογικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ εκτιµά τα αποθέµατα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο στα 300 τρισεκατοµµύρια κυβικά πόδια (Tcf), δηλαδή περίπου 8.500 δισεκατοµµύρια κυβικά µέτρα (Bcm).

Όµως οι εκτιµήσεις για τα εκµεταλλεύσιµα αποθέµατα κυµαίνονται σήµερα µεταξύ 3.500 και 4.500 Bcm. Θεωρητικά, µπορούµε να πούµε ότι µόνο το 50% των εκτιµώµενων αποθεµάτων εξορύσσετε σήµερα στην ΝΑ Μεσόγειο.

Αποθέµατα

Το 2019, η ΕΔΕΥ εκτίµησε ότι τα δυνητικά αποθέµατα φυσικού αερίου από 30 ελληνικούς στόχους δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης και στο Ιόνιο Πέλαγος κυµαίνονται µεταξύ 70 και 90 τρισεκατοµµύρια κυβικά πόδια (Tcf), δηλαδή 1.980 έως 2.550 δισεκατοµµύρια κυβικά µέτρα (Bcm), ή µε άλλα λόγια 12 έως 15 δισεκατοµµύρια βαρέλια ισοδύναµου πετρελαίου (Bbloe).

Τα εκτιµώµενα αποθέµατα αργού πετρελαίου από το Ιόνιο Πέλαγος και τις χερσαίες περιοχές της δυτικής Ελλάδας υπολογίζονται σε 2 δισεκατοµµύρια βαρέλια, ποσότητα µεγάλης οικονοµικής σηµασίας. Ακόµη και το 20% µιας εµπορικής εκµετάλλευσης 2.550 Bcm, δηλαδή περίπου 00 Bcm φυσικού αερίου, θα µπορούσε να προσφέρει, µετά από µια δεκαετία, δηλαδή από το 2035, µια ισχυρή διόρθωση στο εµπορικό ισοζύγιο της χώρας, καθιστώντας επίσης δυνατή την εξαγωγή υδρογονανθράκων και διορθώνοντας την µονοµερή εικόνα διαµετακοµιστή αλλοδαπών ενεργειακών πόρων.

Γεωπολιτική ισορροπία

Αναµφισβήτητα, τα κοιτάσµατα σε Κρήτη και Ιόνιο ενισχύουν τη θέση της Ελλάδας ως πηγή ενέργειας και όχι µόνο ως διαµετακοµιστικό κόµβο. Εντείνει όµως πολλαπλούς ανταγωνισµούς, και θέτει σε κίνδυνο τις υπάρχουσες συνεργασίες µεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου. Πρέπει να τονισθεί ότι η συµβολή της Ελλάδας και της Λιβύης στην παραγωγή φυσικού αερίου εκατέρωθεν της µέσης γραµµής Ελλάδας – Λιβύης, θα µπορούσε να επεκτείνει δυτικότερα τα όρια κοιτασµάτων υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου, ανεβάζοντας τα συνολικά αποθέµατά της στο 4-5% των συνολικών επιβεβαιωµένων παγκοσµίων αποθεµάτων φυσικού αερίου.

Όπως απεικονίζεται στον χάρτη υποθαλάσσιας γεωµορφολογίας και βάσει της νοµίµως καθορισµένης Μέσης Γραµµής µεταξύ Ελλάδας και Λιβύης, τα ελληνικά χωρικά ύδατα ενισχύουν τη στρατηγική σηµασία της περιοχής (Εικ.1).

Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ως τµήµα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, καθιστά την επικράτειά της ιδιαίτερα σηµαντική για την ενεργειακή διασύνδεση µεταξύ Βόρειας Αφρικής και Ευρώπης, συµβάλλοντας καθοριστικά στην επέκταση των ενεργειακών ροών της περιοχής.

Ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραµµα γεωτρήσεων στην Ελλάδα

Η έναρξη γεωτρήσεων δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, αλλά και στο Ιόνιο, θα έπρεπε να αρχίσει πριν το 2027, ανταποκρινόµενη στις συµβάσεις, τις ευρωπαϊκές οδηγίες ασφάλειας και προλαµβάνοντας αντιδράσεις µε περιβαλλοντικό πρόσχηµα, αντιδράσεις που εµφανίζονται συχνά ταυτόχρονα µε γεωπολιτικές εντάσεις. Οι περιοχές νοτίως της Κρήτης και νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου παραµένουν υποψήφιες για τις επόµενες φάσεις ερευνών εφόσον οι διαγωνισµοί δεν έχουν καν ολοκληρωθεί (Εικ.2).

H επιστροφή του αγωγού EastMed

Ο αγωγός EastMed επέστρεψε για τρίτη φορά στην ελληνική ατζέντα επιθυµώντας να ενδυναµώσει την θέση της Ελλάδας και της Κύπρου απέναντι σε εξωτερικές πιέσεις. Αλλά για να προχωρήσει ο EastMed, απαιτεί συµφωνίες υψηλού επιπέδου µεταξύ κρατών, δηµόσια συναίνεση και ρυθµιστική ετοιµότητα, µακροχρόνια δέσµευση της ΕΕ, και ισχυρή τεχνική υποστήριξη. Ο τελικός σχεδιασµός και η οριστικοποίηση της χρηµατοδότησης θα µπορούσε να καθορίσει την έναρξη της κατασκευαστικής φάσης µε αναµενόµενη λειτουργία µετά το 2030 (Εικ.3).

Αν η ΕΕ συνεχίσει να επιδιώκει την διαφοροποίηση των ενεργειακών της πηγών, ο EastMed µπορεί να χρηµατοδοτηθεί ως στρατηγικό έργο, υπό την προϋπόθεση επιτυχών γεωτρήσεων στην Ελλάδα. Παράλληλα, απαιτείται σηµαντική αύξηση του όγκου εκµεταλλεύσιµων κοιτασµάτων στη ΝΑ Μεσόγειο, τα οποία ήδη στηρίζουν την οικονοµία της Αιγύπτου και τον ενεργειακό εφοδιασµό του Ισραήλ και της Ιορδανίας.

Η µείωση της παραγωγής των κοιτασµάτων στην Αίγυπτο, η διαθέσιµη χωρητικότητα στους υπάρχοντες υποθαλάσσιους αγωγούς και η µειωµένη λειτουργία των εξαγωγικών υποδοµών της Αιγύπτου καταδεικνύουν την ανάγκη αύξησης εκµεταλλεύσιµων κοιτασµάτων στην ΝΑ Μεσογείου ώστε ένας καινούργιος αγωγός να είναι οικονοµικά βιώσιµος.

Η πρόσφατη συµφωνία για την αύξηση των εξαγωγών φυσικού αερίου του Ισραήλ προς την Αίγυπτο, µέσω των υφιστάµενων αγωγών, αναµένεται να περιορίσει την ποσότητα διαθέσιµου παραγόµενου φυσικού αερίου που θα µπορούσε να διοχετευθεί σε έναν νέο αγωγό µε κατεύθυνση την Κρήτη και την ευρωπαϊκή αγορά.

Αντί ενός νέου αγωγού, µπορεί να προτιµηθούν υποδοµές LNG, καθώς οι σταθµοί υγροποίησης και αεριοποίησης είναι τεχνικά ώριµοι, και προσφέρουν άµεση κάλυψη των ενεργειακών αναγκών και ευελιξία.

Ωστόσο, εντείνουν την εξάρτηση από εξωτερικές αγορές, τιµές spot και παγκόσµιες διακυµάνσεις, υπονοµεύοντας τον αρχικό στόχο ενεργειακής αυτονοµίας.

Εν κατακλείδι, η Ανατολική Μεσόγειος αναδεικνύεται σε σηµαντικό ενεργειακό κόµβο του 21ου αιώνα. Η Κρήτη και το Ιόνιο, χάρη στη στρατηγική τους θέση και τις ενδείξεις για εκµεταλλεύσιµα κοιτάσµατα, µπορούν να εξελιχθούν σε συµπληρωµατικούς άξονες ενεργειακής διασύνδεσης µεταξύ της Δυτικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής. Η Βόρεια Αφρική αποτελεί κρίσιµο πυλώνα της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής, µε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Αλγερία και η Λιβύη, να διαδραµατίζουν κεντρικό ρόλο στον εφοδιασµό της ΕΕ.

Στο πλαίσιο αυτό, η κατεύθυνση «προς τα δυτικά» αποκτά ιδιαίτερη σηµασία, καθώς η ενεργειακή διασύνδεση από την Ανατολική προς τη Δυτική Μεσόγειο ενισχύει την ασφάλεια εφοδιασµού και τη γεωπολιτική συνοχή της περιοχής. Η αξιοποίηση αυτής της προοπτικής απαιτεί συντονισµένη στρατηγική και πολιτική βούληση, ώστε να ενταχθεί δυναµικά στην ελληνική εθνική ενεργειακή και γεωπολιτική ατζέντα.

Πηγές

* Ενεργειακός αναλυτής και τέως πρόεδρος και διευθύνων σύµβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ)

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή