Ανταγωνιστικότητα και οικονομική ανάπτυξη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης MEΡΟΣ Β’
Αναφορικά με την Ελλάδα τα μηνύματα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ είναι άκρως ανησυχητικά. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η Ελλάδα από πλευράς ανταγωνιστικότητας κατατάσσεται στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 χωρών-μελών της ΕΕ. Αξιοσημείωτο είναι ότι μετά το 2007, η θέση της Ελλάδος επιδεινώνεται δραματικά στον πίνακα των ανταγωνιστικών χωρών της διεθνούς οικονομίας. Οι διεθνείς οργανισμοί οι οποίοι στις ετήσιες εκθέσεις τους μετρούν το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των διαφόρων χωρών της διεθνούς οικονομίας, λαμβάνουν υπόψη μια πλειάδα ποσοτικών και ποιοτικών παραγόντων, που σχετίζονται με το μακροοικονομικό πλαίσιο, τους κοινωνικούς θεσμούς, το περιβάλλον, τις υποδομές, τις καινοτομίες στην τεχνολογία, την διαφάνεια στις συναλλαγές μεταξύ κράτους και πολίτη, την αποδοτικότητα του κράτους, τις επενδύσεις κ.λπ. Από την ομάδα αυτή των ποσοτικών και των ποιοτικών δεικτών έχει διαπιστωθεί ότι η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών, το μέγεθος του εξαγωγικού εμπορίου, το ύψος του ΑΕΠ, το επίπεδο καινοτομίας-τεχνολογίας των επιχειρήσεων και η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, προσδιορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστική θέση της οικονομίας μιας χώρας.
Πρωταρχική επιδίωξη της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, είναι η ενεργοποίηση του παραγωγικού δυναμικού σε οικονομικούς κλάδους με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Στους κλάδους δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις, με συνέπεια ο βαθμός ανταγωνιστικότητας των κλάδων να προσδιορίζεται άμεσα από το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Για να καταστεί μια χώρα ανταγωνιστική πρέπει να διαθέτει επιχειρήσεις με αισθητή την παρουσία τους στη διεθνή και την εγχώρια αγορά. Οι επιχειρήσεις παράγουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας εξαρτάται από τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι άνω του 80% του διεθνούς εξαγωγικού εμπορίου πραγματοποιείται από πολυεθνικές εταιρίες, οι οποίες συντελούν ταυτόχρονα στην παραγωγή τουλάχιστον του 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ και διακινούν το σύνολο σχεδόν των κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις στις διάφορες χώρες της παγκόσμιας οικονομίας.
Άρα, οι κυβερνήσεις οφείλουν να διαμορφώσουν το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, που θα συντελεί στη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να παίζουν σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή των διεθνών εμπορικών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Οι επιχειρήσεις πραγματοποιούν το εξαγωγικό εμπόριο μιας χώρας και γι’ αυτό η συμβολή τους στην αναπτυξιακή διαδικασία είναι καθοριστική. Χώρες οι οποίες έχουν επιχειρήσεις με αισθητή παρουσία στο διεθνές εξαγωγικό εμπόριο θεωρούνται ανταγωνιστικές και ικανές να επιτυγχάνουν υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Μία πλειάδα στατιστικών στοιχείων επιβεβαιώνει την ορθότητα της ανωτέρω άποψης. Οι διάφορες δυναμικά αναπτυσσόμενες χώρες σε μακροχρόνια βάση εξαρτούν την επίτευξη υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών από το ρυθμό διεύρυνσης του εξαγωγικού τους εμπορίου. Ας πάρουμε τα παραδείγματα της Κίνας, της Νότιας Κορέας και της Ιρλανδίας, λόγω του ότι οι χώρες αυτές αποτελούν πρότυπα ανταγωνιστικών χωρών στα πλαίσια της διεθνούς οικονομίας.
Την περίοδο 1990-2014 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Κίνας από 68 εκτινάχτηκαν σε 2.574 δις δολάρια ($), της Νότιας Κορέας από 74 ανήλθαν σε 679 δις $ και της Ιρλανδίας από 27 εκτοξεύτηκαν σε 251 δις $. Ταυτόχρονα την περίοδο 1990-2014, το ΑΕΠ της Κίνας σε τρέχουσες τιμές από 359 αυξήθηκε σε 10,4 δις $, της Νότιας Κορέας από 285 διαμορφώθηκε σε 1.411 δις $ και της Ιρλανδίας από 49 ανήλθε σε 251 δις $. Απεναντίας, την περίοδο 1990-2014 οι εξαγωγές προϊόντων της Ελλάδας από 15 αυξήθηκαν μόλις σε 65 δις δολάρια και το ΑΕΠ από 98 σε 236 δις $. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση ότι το 1990 η Ελλάδα είχε διπλάσιο ΑΕΠ από την Ιρλανδία, σε αντίθεση με το 2014 που το ΑΕΠ της Ιρλανδίας ήταν μεγαλύτερο από της χώρας μας. Αναμφίβολα, η ισχυροποίηση του εξαγωγικού τομέα συνεπάγεται την επίτευξη αξιόλογων αναπτυξιακών επιδόσεων. Το βάρος της αναπτυξιακής πολιτικής με μακρόπνοο ορίζοντα, θα πρέπει να πέσει στην ισχυροποίηση του εξαγωγικού τομέα της εθνικής μας οικονομίας.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης