Νίκος Κογιουμτσής: Μικροµεσαίες Επιχειρήσεις – Η Ραχοκοκαλιά που Αργοπεθαίνει

Η κυβέρνηση, παρά τις µεγαλόστοµες εξαγγελίες της, απέτυχε να δηµιουργήσει ένα περιβάλλον σταθερότητας, ασφάλειας και βιωσιµότητας για αυτές τις επιχειρήσεις. Το Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο υποτίθεται θα στήριζε την πραγµατική οικονοµία, εξελίχθηκε σε εργαλείο χρηµατοδότησης µεγάλων εταιρειών, παραµερίζοντας τις µικρές. Μόλις το 10% των µικρών επιχειρήσεων καταφέρνει να εξασφαλίσει τραπεζικό δανεισµό, ενώ από το ΕΣΠΑ, µόλις το 9% βρίσκει τρόπο να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραµµα

Οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις (ΜµΕ) δεν είναι απλοί αριθµοί σε έναν οικονοµικό πίνακα. Είναι η καρδιά της ελληνικής οικονοµίας, η κινητήρια δύναµη που στηρίζει εκατοµµύρια οικογένειες, διατηρεί ζωντανές τις τοπικές κοινωνίες και τροφοδοτεί την ανάπτυξη. Σήµερα, αριθµούν περίπου 860.000 επιχειρήσεις, από τις οποίες µόλις 16.550 χαρακτηρίζονται ως µεσαίες – ενώ οι υπόλοιπες, πάνω από 840.000, είναι µικρές και πολύ µικρές. Αυτές οι επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν πάνω από το 95% του επιχειρηµατικού ιστού της χώρας και απασχολούν το 80% των εργαζοµένων. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να αντιµετωπίζονται από το κράτος και το τραπεζικό σύστηµα ως «φτωχοί συγγενείς».

Η κυβέρνηση, παρά τις µεγαλόστοµες εξαγγελίες της, απέτυχε να δηµιουργήσει ένα περιβάλλον σταθερότητας, ασφάλειας και βιωσιµότητας για αυτές τις επιχειρήσεις. Το Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο υποτίθεται θα στήριζε την πραγµατική οικονοµία, εξελίχθηκε σε εργαλείο χρηµατοδότησης µεγάλων εταιρειών, παραµερίζοντας τις µικρές. Μόλις το 10% των µικρών επιχειρήσεων καταφέρνει να εξασφαλίσει τραπεζικό δανεισµό, ενώ από το ΕΣΠΑ, µόλις το 9% βρίσκει τρόπο να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραµµα. Το αποτέλεσµα; Χιλιάδες επιχειρήσεις µένουν αποκλεισµένες από την αναπτυξιακή διαδικασία, καταδικασµένες να επιβιώνουν οριακά, µε την υπερφορολόγηση, τη γραφειοκρατία και το κλειστό τραπεζικό σύστηµα να λειτουργούν ως τροχοπέδη.

 Ασφυκτική κατάσταση

Η κατάσταση γίνεται ακόµη πιο ασφυκτική αν αναλογιστούµε τις παράλληλες πιέσεις. Οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται αντιµέτωπες µε ένα τριπλό πλήγµα: υψηλό λειτουργικό κόστος, µειωµένη κατανάλωση και αθέµιτο ανταγωνισµό. Η αγοραστική δύναµη των πολιτών έχει καταρρεύσει – δεύτερη από το τέλος στην Ευρώπη των 27. Σύµφωνα µε τα τελευταία στοιχεία, το 2025 ο πληθωρισµός διαµορφώθηκε στο 3,3%, µε τον δείκτη τιµών ενέργειας στην Ελλάδα να παραµένει σταθερά πάνω από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο. Ο οικογενειακός προϋπολογισµός εξαντλείται κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως τρόφιµα και ενέργεια, αφήνοντας ελάχιστα διαθέσιµα για την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρουν οι τοπικές επιχειρήσεις.

Παράλληλα, το λειτουργικό κόστος για ένα εµπορικό κατάστηµα µπορεί να αγγίξει ή και να ξεπεράσει το 40%, όπως δείχνει η πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ. Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί λόγω της «φούσκας» στα ακίνητα, µε πολλούς ιδιοκτήτες να απαιτούν «αέρα» – δηλαδή προπληρωµές ή υπερδιπλάσια µισθώµατα – ειδικά στους κεντρικούς εµπορικούς δρόµους. Το κόστος της ενέργειας, ιδίως του ηλεκτρικού ρεύµατος, επιβαρύνει ακόµη περισσότερο, καθιστώντας δύσκολη την επιβίωση για χιλιάδες καταστήµατα.

Το τραπεζικό σύστηµα, αντί να λειτουργεί υποστηρικτικά, συχνά επιβαρύνει περαιτέρω τις ΜµΕ. Το ετήσιο κόστος από τραπεζικές προµήθειες για µια µέση επιχείρηση ξεπερνά τα 2.500 ευρώ, την ώρα που οι τέσσερις συστηµικές τράπεζες καταγράφουν άνοδο εσόδων 16,31% από προµήθειες (σε σχέση µε το 2023) και συνεχίζουν να απολαµβάνουν τον αναβαλλόµενο φόρο, διανέµοντας ταυτόχρονα µερίσµατα στους µετόχους τους. Η Επιτροπή Ανταγωνισµού οφείλει να επιληφθεί, ώστε να σταµατήσει η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.

 Αθέµιτος ανταγωνισµός

Σαν να µην έφταναν όλα αυτά, το ηλεκτρονικό εµπόριο, αν και αποτελεί παγκόσµια τάση, δηµιουργεί έναν νέο, αθέµιτο ανταγωνισµό. Ασιατικές πλατφόρµες, οι οποίες δέχονται έως και 70.000 παραγγελίες ηµερησίως προς την Ελλάδα, εκµεταλλεύονται το ευρωπαϊκό καθεστώς απαλλαγής από ΦΠΑ και δασµούς για δέµατα κάτω των 150 ευρώ. Αυτό οδηγεί σε προϊόντα σε εξευτελιστικές τιµές, πλήττοντας τις ελληνικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που λειτουργούν µε σαφώς µεγαλύτερα κόστη. Είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει ο ευρωπαϊκός κανονισµός, να θεσπιστεί διαχειριστικό τέλος και να ενταθούν οι έλεγχοι στις εισαγωγές.

Παρά τις αντιξοότητες, οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις δεν ζητούν ειδική µεταχείριση ούτε προστατευτισµό. Ζητούν ίσες ευκαιρίες. Ένα τραπεζικό σύστηµα που θα τους επιτρέπει να επενδύσουν και να αναπτυχθούν. Μια φορολογική πολιτική που δεν θα τις στραγγαλίζει µε τεκµαρτά εισοδήµατα και υπερβολικούς έµµεσους φόρους. Και µια πολιτεία που θα στηρίξει έµπρακτα την καινοτοµία, την εξωστρέφεια και την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναµικού τους.

Η έλλειψη εξειδικευµένου προσωπικού είναι χαρακτηριστικό παράδοξο: η ανεργία στους νέους παραµένει πάνω από 28%, αλλά οι επιχειρήσεις αδυνατούν να βρουν καταρτισµένους εργαζόµενους. Η λύση είναι η επένδυση στην κατάρτιση, στις νέες τεχνολογίες και η ουσιαστική σύνδεση της επιχειρηµατικότητας µε τα πανεπιστήµια και τα ερευνητικά κέντρα.

Η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει ένα νέο Ταµείο Ανάκαµψης µετά το 2027, που θα εστιάζει αποκλειστικά σε παραγωγικές επενδύσεις, πράσινη µετάβαση και ψηφιακό µετασχηµατισµό. Ταυτόχρονα, πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των Επιµελητηρίων, καθώς και των οργανισµών Enterprise Greece και Export Credit Greece, ώστε οι ελληνικές επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και να γίνουν πραγµατικά ανταγωνιστικές.

Οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονοµίας. Αν συνεχίσουµε να τις αγνοούµε, η χώρα θα µετατραπεί σε έρηµο για τους µικρούς και παράδεισο για λίγους ισχυρούς. Χρειαζόµαστε σχέδιο, πολιτική βούληση και ουσιαστική στήριξη. Γιατί χωρίς τις ΜµΕ, δεν υπάρχει ούτε ανάπτυξη ούτε κοινωνική συνοχή.

* Αντιπρόεδρος Επαγγελµατικού Επιµελητηρίου Αθηνών-

Αντιπρόεδρος Εµπορικού Συλλόγου Αθηνών

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή