Η συζήτηση για το αν «πεθαίνει το χαρτί» τείνει να φτάσει τις τρεις δεκαετίες: το φαινόμενο δεν είναι σημερινό, ούτε ντόπιο. Σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου οι κυκλοφορίες των εφημερίδων έχουν πάρει την κάτω βόλτα και ιστορικοί τίτλοι έχουν βάλει λουκέτο.
Το αν θα «ζήσει» το χαρτί θα το απαντήσει η ίδια η ζωή. Ως τότε, όμως, πολλά κράτη έχουν προσπαθήσει να κρατήσουν ζωντανό τον έντυπο Τύπο, καθώς όσο εύκολη και δωρεάν κι αν είναι η ενημέρωση από την τηλεόραση ή το Διαδίκτυο, η εφημερίδα θα έχει πάντα τη δική της «μαγεία». Μαζί με το κύρος, τις υπογραφές, αλλά και την καλύτερη ανάλυση -ακόμη και σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς για όλες τις εφημερίδες.
Επιστροφή, όμως, στο θέμα μας: η σύγκρουση για το πρόγραμμα ενίσχυσης των εφημερίδων και η απόφαση της κυβέρνησης να το ακυρώσει αιφνιδίως «καίγοντας» και τα χλωρά μαζί με τα ξερά του «Μακελειού», έφερε στο προσκήνιο εκ νέου την ανάγκη να στηριχθεί ο Τύπος. Προφανώς, το να αιμοδοτηθούν οι εφημερίδες με κάποια χρήματα, δίκην επιχορήγησης, είναι κάτι. Όμως, δεν λύνει το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι οι μεγαλύτεροι «ξεχνούν» να διαβάζουν εφημερίδα και οι νεότεροι δεν το έμαθαν ποτέ. Και αυτό δεν λύνεται με επιδοτήσεις. Όμως, στη Γαλλία έγινε μία φιλόδοξη προσπάθεια να λυθεί με άλλο τρόπο: το κράτος ανακοίνωσε ότι θα προσφέρει σε κάθε φοιτητή δωρεάν συνδρομή ενός έτους για όποια εφημερίδα επιθυμεί. Έτσι, και οι εφημερίδες ενισχύθηκαν με «ζεστό» χρήμα, αλλά και ταυτοχρόνως έγινε μία σοβαρή προσπάθεια να αποκτήσουν νέους αναγνώστες. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται το «κλειδί» για να επιβιώσει ο έντυπος Τύπος: όσο κι αν φτηνύνει το χαρτί ή η εκτύπωση, όσο κι αν μειωθούν τα φύλλα που τυπώνονται (το περίφημο «τιράζ»), όσο και αν επιδοτηθούν οι εφημερίδες ή ελαστικοποιηθούν οι σχέσεις εργασίες, δε θα σταματά η φθίνουσα πορεία. Αν, αντιθέτως, οι ίδιες οι εφημερίδες, αλλά και το κράτος, κινηθούν στην κατεύθυνση «δημιουργίας» νέων αναγνωστών, τότε μπορεί να υπάρξει ελπίδα. Ελπίδα που ίσως να είναι η τελευταία.