Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εκλέχθηκε άνετα, ως ο πρώτος Πρόεδρος της μεταπολιτευτικής μας Δημοκρατίας, με πλήρη θητεία, από την πρώτη ψηφοφορία, χωρίς κανένα πρόβλημα ή σκιά. Αναμενόμενη επίσης, με βάση την προσωπικότητα και τη διαδρομή του, η άψογη διεκπεραίωση του ρόλου του, που τίμησε το αξίωμα, εδραίωσε το νέο πολίτευμα και δικαίωσε την επιλογή του ελληνικού λαού, στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974.
Η αναγνώριση από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ο ιδιαίτερος έπαινος του Ανδρέα Παπανδρέου, που από το Νοέμβριο του 1977 ασκούσε το ρόλο του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αποτέλεσαν την καλύτερη επιβεβαίωση για όσα αναφέρθηκαν.
Εμοιαζε με αυτό τον τρόπο να δικαιώνεται και η διάρθρωση της πολιτικής και πολιτειακής ζωής, όπως μορφοποιήθηκε με το Σύνταγμα του 1975, με την καταλυτική σφραγίδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ακόμη και ως προς το εύρος των αρμοδιοτήτων, του αιρετού Ανώτατου Αρχοντα, που είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης και την αποχώρηση τους από τη Βουλή, κατά τις σχετικές ψηφοφορίες.
Όμως, η εικόνα ήταν πλασματική. Η στενή, πολιτική αλλά και προσωπική, σχέση του Καραμανλή με τον Τσάτσο, καθιστούσε σχεδόν «ανέκδοτο» ακόμη και τη σκέψη, ότι θα μπορούσε ο τελευταίος να ασκήσει κάποια από τις λεγόμενες «υπερεξουσίες» σε βάρος του αρχηγού και φίλου του.
Οσο κοινό μυστικό αποτελούσε, όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο φύλλο, ότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος θα ήταν η επιλογή του τότε πρωθυπουργού, για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα, άλλο τόσο ήταν βέβαιο πως ο σπουδαίος πολιτικός και διανοούμενος, «ζέσταινε την καρέκλα» για τοι «γενάρχη» της δεξιάς παράταξης. Οσο κι αν αυτό αδικούσε τον άνδρα, θεωρούνταν εξ αρχής δεδομένο, πως δεν θα διεκδικούσε δεύτερη θητεία, όπως του έδινε τη δυνατότητα το Σύνταγμα.
Το πρόβλημα όμως που ανέκυπτε, με την πάροδο του χρόνου και την αποκρυστάλλωση του μεταδικτατορικού πολιτικού τοπίου, ήταν η ραγδαία φθορά που εμφάνιζε η συντηρητική παράταξη.
Τότε δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη οι δημοσκοπήσεις, αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η συσσωρευμένη εμπειρία, έδειχναν σαφέστατα αυτή τη φθορά, όπως και την αντίστοιχη δυναμική του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, σε βάρος κυρίως των υπολειμμάτων του κεντρώου χώρου και των διάσπαρτων κινήσεων, με σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά.
Δεν απειλούνταν βέβαια η πρωτοκαθεδρία της ΝΔ, αλλά η Προεδρική πλειοψηφία που, κατά το Σύνταγμα, απαιτούνταν για την εκλογή του αιρετού Ανώτατου Αρχοντα, έστω με την τρίτη ψηφοφορία, χωρίς να φτάσουμε στην υποχρεωτική διάλυση της Βουλής. Απειλούνταν δηλαδή η προοπτική ανάδειξης του Καραμανλή, στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα.