Υποτίθεται ότι «ξόρκιζαν» τα επιδόματα…

Αν έγινε μία συζήτηση με ιδεολογικά χαρακτηριστικά περί την οικονομική πολιτική στα χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή ήταν η συζήτηση για την χρησιμότητα ή μη των επιδομάτων. Βεβαίως, και αυτή η συζήτηση έγινε όπως γίνονται όλες οι σοβαρές συζητήσεις στην Ελλάδα: με «τίτλους» και «επικεφαλίδες», με πολλές ταμπέλες και συνθήματα και με λίγα επιχειρήματα ουσίας –όσα χωρούν στα λίγα λεπτά μίας τηλεοπτικής εμφάνισης ή στις λίγες αράδες ενός άρθρου σε μία εφημερίδα ή σε μία ιστοσελίδα. 

Όμως, ακόμη κι έτσι, η αντιπολίτευση είχε εμφανώς προσπαθήσει να απαξιώσει τα επιδόματα και την επιδοματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, παρουσιάζοντάς την ως αντιαναπτυξιακή. Με άλλα λόγια, η ΝΔ προέβαλλε ως το κόμμα της «δημιουργίας πλούτου» και προσπαθούσε να απευθυνθεί ακόμη και στους δικαιούχους των επιδομάτων, λέγοντάς τους ότι αν προτιμούσαν τη ΝΔ στις εκλογές, τότε οι ίδιοι  θα εργάζονταν κανονικά και θα στέκονταν αυτοί καθ’ αυτούς στα πόδια τους, χωρίς να έχουν την ανάγκη των επιδομάτων. Ότι, δηλαδή, θα «απελευθερώνονταν» από την ανάγκη να διαβιούν με τα επιδόματα της Πολιτείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη πλευρά, αντέτεινε αφενός πως τα επιδόματα είναι αναγκαία επειδή η χώρα ζούσε σε καθεστώς Μνημονίου και έπρεπε να ανασχεθεί η ακραία φτώχεια, αφετέρου πως τα επιδόματα τις περισσότερες φορές έχουν και αναπτυξιακή διάσταση –μάλιστα, η τότε αρμόδια υπουργός, Θεανώ Φωτίου, είχε παρουσιάσει εντυπωσιακά στοιχεία που έδειχναν πώς και πόσο πολλαπλασιαστικά λειτουργούσαν για την αγορά και την τόνωση της ζήτησης τα επιδόματα που επί ΣΥΡΙΖΑ κρατούσαν αρκετά νοικοκυριά με το κεφάλι «πάνω από το νερό» του Μνημονίου.
Όπως και να έχει, αυτά είναι παρελθόν. Τις εκλογές τις πήραν οι υβριστές των επιδομάτων –εκείνοι που ευαγγελίζονταν ότι θα φέρουν πραγματική ανάπτυξη, «απελευθερώνοντας» τους πολίτες από την ανάγκη τέτοιων επιδομάτων.
Ωστόσο, τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά και μία ματιά στην συζήτηση που έχει ξεκινήσει για την ανάσχεση της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας είναι αποκαλυπτική των ψεμάτων που λέγονταν προεκλογικά: δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό στα Οικονομικά για να καταλάβει ότι το πραγματικά αναπτυξιακό μέτρο θα ήταν να κάνει η κυβέρνηση ό,τι περνά από το χέρι της προκειμένου με άμεσο τρόπο να μειώσει το κόστος της ενέργειας και των καυσίμων: η δραστική μείωση του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα, όπως έκανε η Ισπανία, είναι ενδεικτική. Η δραστική μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, στην οποία έχουν προχωρήσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα μπορούσε επίσης να φέρει τα πάνω κάτω, απορροφώντας μεγάλο μέρος της ακρίβειας –έστω και με ένα υπολογίσιμο δημοσιονομικό κόστος, αφού οι φόροι επί των καυσίμων είναι το «σιγουράκι» του κάθε προϋπολογισμού στο σκέλος των δημοσίων εσόδων. Όλα αυτά θα μπορούσαν να ωφελήσουν την οικονομία, να αιμοδοτήσουν την ανάπτυξη, να δώσουν ουσιαστική ανάσα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις βιοτεχνίες, αλλά και τις εναπομείνασες βιομηχανίες, ώστε να μην κατεβάσουν τους διακόπτες. Εξάλλου, είναι γνωστό πως όταν οι τιμές του ρεύματος και της ενέργειας ανεβαίνουν, αυτό μετακυλίεται σε όλη την αλυσίδα της αγοράς και, άρα, τέτοιες πρωτοβουλίες από το κράτος θα αποτελούσαν πραγματικό κυματοθραύστη για το επερχόμενο τσουνάμι ακρίβειας. 

Η κυβέρνηση, ωστόσο, ξεκαθαρίζει ότι τέτοια μέτρα δε θα πάρει και απαντά με έκτακτα επιδόματα για τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, αλλά και με διεύρυνση των δικαιούχων για το επίδομα θέρμανσης. Κάνει, δηλαδή, αυτά για τα οποία κατηγορούσε τους προηγούμενους. Το χειρότερο, όμως, όλων είναι ότι οι προηγούμενοι τα έκαναν όταν είχαν να διαχειριστούν ανθρωπιστική κρίση με άδεια ταμεία, ενώ η νυν κυβέρνηση έχει 37 δισεκατομμύρια «αέρα» στα ταμεία της, αλλά επιλέγει μία αδιέξοδη επιδοματική πολιτική που θα αποδειχθεί «ασπιρίνες» για την ενεργειακή φτώχεια που έρχεται.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή