Αν υποτεθεί ότι ισχύουν τα στοιχεία και όντως η διασπορά του κορωνοϊού (ή, ακριβέστερα, η αύξηση της διασποράς) αρχίζει να εμφανίζει πτωτική τάση, τότε ευλόγως η κυβέρνηση αρχίζει σιγά σιγά να εξετάζει το πότε, πώς και για ποιους θα εκκινήσει η έξοδος από την καραντίνα.
Είναι αυτονόητο πως κάποια στιγμή τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν και τα παιδιά να βρεθούν στον φυσικό τους χώρο. Είναι αυτονόητο ότι οι επιχειρήσεις δε θα αντέξουν επί μακρόν με κατεβασμένα τα ρολά –όσες, δηλαδή, έχουν ήδη αντέξει…- και πως κάποια στιγμή, έστω με αυστηρούς υγειονομικούς περιορισμούς, θα πρέπει να κάνουμε πάλι κάποια βήματα προς μία σχετική κανονικότητα. Έστω αυτή την «κανονικότητα» την καταπιεστική, που ορίζει τη «ζωή στα χρόνια του κορωνοϊού».
Ωστόσο, τα καλά νέα τελειώνουν εδώ. Γιατί το πρόβλημα είναι το πώς και με ποια δεδομένα εξετάζει η κυβέρνηση την επιστροφή στην «κανονικότητα». Ως τώρα, όλα τα στοιχεία δείχνουν πως με την ίδια αμεριμνησία που κινήθηκε η κυβέρνηση μετά την έξοδο από την πρώτη καραντίνα, ακριβώς έτσι κινείται και τώρα. Ως προχθές, το υπουργείο Παιδείας έλεγε ότι δε θα γίνουν τεστ για τα σχολεία, ενώ ελάχιστα έως μηδαμινά είναι τα τεστ και σε ό,τι αφορά τη χρήση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Με άλλα λόγια, όλες οι αχαρτογράφητες περιοχές της δημόσιας δραστηριότητας που δεν ξέρουμε πόσο και αν συνέβαλλαν στην διασπορά του ιού, τώρα παραμένουν άγνωστες και αχαρτογράφητες. Οι ειδικοί είναι διχασμένοι –είναι χαρακτηριστική η διχοστασία μεταξύ των επιστημόνων της «επιτροπής Τσιόδρα» για το άνοιγμα των σχολείων…– και η κυβέρνηση υποτίθεται ότι «ζυγίζει» τα δεδομένα για να λάβει αποφάσεις με τα ίδια ανεπαρκή στοιχεία που μας έφεραν ως εδώ: μας έφεραν, δηλαδή, από την βεβαιότητα ότι όλα πάνε καλά στην «έκρηξη» ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας, που έχει μετατρέψει τα δημόσια νοσοκομεία σε Μπέργκαμο.
Και εντάξει: την πρώτη φορά, όταν πάλι βγήκαμε από την καραντίνα σαν ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια, δεν ήξεραν. Τώρα όμως;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ