Τζανακόπουλος: Στόχος μια λύση πέρα από παράλογες απαιτήσεις

«Ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει με παρρησία να πει όχι μόνο ότι δε θα ψηφίσει αλλά και ότι θα καταργήσει τη συμφωνία στην οποία θα καταλήξουμε»
Οι ελληνικές αρχές συνεχίζουν να εργάζονται εντατικά ώστε να καταλήξουμε σε κοινά αποδεκτή λύση πέρα από παράλογες και ανεδαφικές απατήσεις, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, διευκρινίζοντας ότι αναφέρεται στο ΔΝΤ.
Ειδικότερα ανέφερε πως ήδη από τον Δεκέμβριο του 2015, οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για 3,6 δισ. μέτρα περαιτέρω λιτότητας έβαλαν εμπόδια στην ολοκλήρωση της α’ αξιολόγησης, σημειώνοντας πως εκείνα τα εμπόδια άρθηκαν μετά από επίμονη προσπάθεια και έτσι φτάσαμε σε μια λύση χωρίς να γίνουν αποδεκτές αυτές οι απαιτήσεις.
Τα ίδια εμπόδια, συνέχισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, έθεσε το ΔΝΤ και κατά τις διαπραγματεύσεις για τη β’ αξιολόγηση: Επανήλθε με απαίτηση για 4,5 δισ. επιπλέον μέτρα λιτότητας.
Και πάλι καταφέραμε να καταλήξουμε στο πλαίσιο που συζητάμε σήμερα, μια συμφωνία η οποία θα έχει μηδενικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, σημείωσε, ενώ τόνισε πως η κυβέρνηση κατανοεί απόλυτα την ανησυχία που μπορεί να προκαλεί η συνέχιση των διαπραγματεύσεων, όμως «όσο πεπερασμένος είναι ο χρόνος για την ολοκληρωση της διαπραγμάτευσης τόσο πεπερασμενες και οι αντοχές της κοινωνίας απέναντι στη λιτότητα».
Ανέφερε πως ανοιχτά είναι το ενεργειακό, το δημοσιονομικό, δηλαδή τα μέτρα και τα αντίμετρα για το 2019, και τα εργασιακά. Πρόσθεσε πως σε όλους αυτούς τους τομείς ανταλλάσσονται διαρκώς e mail, απόψεις και προτάσεις, ενώ τόνισε ότι στόχος είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επιτέθηκε εκ νέου στη Ν.Δ., κατηγορώντας τη ότι κινείται ανάμεσα στη φαιδρότητα και την καταστροφολογία.
Όπως είπε, φαιδρότητα είναι οι αναφορές ότι η κυβέρνηση σε συνεργασία με τμήμα δανειστών επιδιώκει να εγκλωβίσει τη Ν.Δ. σε σενάρια αυξημένης πλειοψηφίας και καταστροφολογία κάθε λέξη και πράξη της Νέας Δημοκρατίας όσο βλέπει πως απομακρύνονται τα σενάρια αποσταθεροποίησης στα οποία έχει επενδύσει.
Στο σημείο αυτό, κάλεσε τον κ. Μητσοτάκη «να μη λέει άλλα μέσα και άλλα έξω διαβεβαιώνοντας τους δανειστές ότι δεν θα αλλάξει ούτε λέξη από όσα συμφωνηθούν».
«Ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει με παρρησία να πει όχι μόνο ότι δε θα ψηφίσει αλλά και ότι θα καταργήσει τη συμφωνία στην οποία θα καταλήξουμε» πρόσθεσε.
Ερωτηθείς για τη ΔΕΗ, σημείωσε πως η κυβέρνηση είναι ενιαία στην προσπάθειά της να διατηρήσει τον δημόσιο χαρακτήρα της επιχείρησης. Πρόσθεσε πως όταν έρθει η τελική συμφωνία η κυβέρνηση θα πάρει τις τελικές αποφάσεις και αυτές θα συγκριθούν με τα όσα είχε αποφασίσει η Ν.Δ.
Παράλληλα, εξέφρασε την πεποίθηση πως η συμφωνία θα είναι τέτοια που δεν θα επιτρέψει την αμφισβήτησή της από κανέναν, ενώ υπογράμμισε πως η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι ενιαία και συμπαγής.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, σημείωσε ότι «οδεύουμε σε έναν δρόμο που φαίνεται σύντομα να καταλήγει, έχει υπάρξει μεγάλη πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, στόχος το δυνατόν συντομότερο να υπάρξει η τεχνική συμφωνία».
Παράλληλα, απέρριψε σενάρια δημοψηφίσματος ή προσφυγής σε εκλογές.
Η Εισαγωγική τοποθέτηση του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου:
Κυρίες και Κύριοι,
Το Σάββατο, διεξήχθη στη Ρώμη η Σύνοδος Κορυφής των Ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα 60 χρόνια από την γενέθλια πράξη της, με βασικό αντικείμενο τα επόμενα βήματα της Ευρώπης, που βρίσκεται σήμερα σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, τόσο στις εργασίες της Συνόδου όσο και στις κατ’ ιδίαν επαφές που είχε στη Ρώμη, ανέδειξε μία κορυφαία προτεραιότητα τόσο για τη χώρα όσο όμως και για το σύνολο της Ευρώπης.
Την ανάγκη διαφύλαξης του κοινωνικού χαρακτήρα της ΕΕ, και του σεβασμού του Ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου από όλα τα κράτη – μέλη.
Με αιχμή την ανάγκη τερματισμού της κατάστασης εξαίρεσης στην ελληνική αγορά εργασίας αλλά και την ανάγκη για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα, ο Πρωθυπουργός τόνισε τη σημασία που έχει για το σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών και των πολιτών η προστασία των εργαζομένων.
Στη Διακήρυξη της Ρώμης, μετά από τις παρεμβάσεις και του Πρωθυπουργού, διατηρήθηκε, παρά τις ενστάσεις πολλών χωρών, η αναφορά στην κοινωνική Ευρώπη, ενώ προστέθηκε και ειδική αναφορά στην καταπολέμηση της ανεργίας, η οποία απουσίαζε από τα πρώτα σχέδια του κειμένου.
Σε συνέχεια της επιστολής που απέστειλε την Πέμπτη, στους επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών και στους υπόλοιπους 26 αρχηγούς των κρατών – μελών, το ζήτημα της υπεράσπισης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κεκτημένου, μια σειρά αξιωματούχων προέβησαν σε υποστηρικτικές δηλώσεις.
Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο προεδρεύων της Συνόδου, Ιταλός Πρωθυπουργός, Πάολο Τζεντιλόνι και ο συμπροεδρεύων Μαλτέζος Πρωθυπουργός, Γιόζεφ Μουσκάτ, έκαναν σχετικές δηλώσεις.
Επίσης, διατυπώθηκε η ομόφωνη στήριξη των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών στο ελληνικό αίτημα για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων ενώ ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, τόνισε ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την προσπάθεια για εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών στις εργασιακές σχέσεις στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ευρεία στήριξη στις θέσεις που διατύπωσε ο Πρωθυπουργός, είναι κομβικής σημασίας αυτή την περίοδο που είναι σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση με στόχο την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας.
Διότι πλέον η Ελλάδα διεκδικεί έχοντας σημαντική στήριξη από την Ευρώπη, γεγονός που αυξάνει εκθετικά τις πιθανότητες για μια επιτυχή κατάληξη των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων για τα εργασιακά, προς όφελος του κόσμου της εργασίας.
Όσον αφορά, τη γενική εικόνα των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, οι ελληνικές αρχές συνεχίζουν να εργάζονται εντατικά, ώστε το συντομότερο δυνατό να καταλήξουμε σε μια κοινά αποδεκτή λύση, πέρα από παράλογες και ανεδαφικές απαιτήσεις.
Συγκεκριμένα, αναφέρομαι σε απαιτήσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από το ΔΝΤ και δυστυχώς λησμονούνται – εκούσια ή μη – στο δημόσιο διάλογο, σε μια προσπάθεια να χρεωθεί η ελληνική κυβέρνηση τις καθυστερήσεις.
Υπενθυμίζω ότι οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για μέτρα περαιτέρω λιτότητας ύψους 3,6 δισ. ευρώ ήδη από το Δεκέμβρη του 2015, έβαλαν εμπόδια στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Εμπόδια που άρθηκαν μετά από την επίμονη προσπάθεια της ελληνικής πλευράς με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε λύση χωρίς να γίνουν αποδεκτές οι απαιτήσεις αυτές.
Δυστυχώς όμως, τα ίδια εμπόδια έθεσε το ΔΝΤ και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση. Επανήλθε, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2016, με απαίτηση για επιπλέον μέτρα λιτότητας ύψους 4,5 δισ. ευρώ, κάτι που επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό από την ελληνική πλευρά.
Και πάλι όμως, μετά από μια επίπονη διαπραγμάτευση, καταφέραμε να φύγει από το τραπέζι αυτή η παράλογη απαίτηση και καταλήξαμε στο πλαίσιο που συζητάμε σήμερα. Μια συμφωνία, η οποία θα έχει μηδενικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, καθώς μαζί με τις επιβαρύνσεις, θα υπάρξει και μια αντίστοιχου ύψους σειρά ελαφρύνσεων προς τους πολίτες.
Κατανοούμε απόλυτα την ανησυχία που μπορεί να προκαλεί η συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Όσο όμως πεπερασμένος είναι ο χρόνος που μπορεί να αξιοποιηθεί για τις διαπραγματεύσεις, άλλο τόσο πεπερασμένες είναι και οι αντοχές τις ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη λιτότητα.
Προκαλεί αλγεινή εντύπωση ωστόσο, η στάση ορισμένων παραγόντων οι οποίοι καθ’ υπέρβαση του θεσμικού τους ρόλου, επιλέγουν να αναπαράξουν διάφορα κινδυνολογικά σενάρια για την πορεία της οικονομίας, τη στιγμή μάλιστα που υποδεικνύουν το δίχως άλλο, την κυβέρνηση ως βασική υπεύθυνη για τις καθυστερήσεις στη διαπραγμάτευση.
Θα ήταν καλό, όσοι επιλέγουν αυτή τη στάση –επικαλούμενοι μάλιστα τη θεσμική τους ανεξαρτησία, ενώ είναι σε όλους γνωστό ότι υπήρξαν πρόσφατα πολιτικά στελέχη της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης – να αναρωτηθούν:
• Ποιές θα ήταν οι επιπτώσεις στους δημοσιονομικούς στόχους του 2016 αν επιλέγαμε να συμφωνήσουμε σε μέτρα λιτότητας 3,6 δισ. το Δεκέμβρη του 2015, όπως ζητούσε το ΔΝΤ;
• Ποιές θα είναι οι επιπτώσεις στην αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας αν δεχόμασταν τα μέτρα λιτότητας ύψους 4,5 δισ. για το 2018 και το 2019;
Και επίσης:
• Είναι η ελληνική κυβέρνηση ή το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών που αρνούνται τη συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, για λόγους μάλιστα αμιγώς εσωτερικής πολιτικής;
• Ή μήπως η παρούσα κυβέρνηση είναι αυτή που σχεδίασε και υλοποίησε τα προγράμματα της περιόδου 2010-2014 που εκτίναξαν το ελληνικό χρέος από το 120% στο 180%;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι βεβαίως γνωστές στο πανελλήνιο, ακόμα και αν διαφεύγουν από επιφανείς τεχνοκράτες που επιλέγουν αντί να κάνουν αντικειμενικές αναλύσεις, να δημοσιολογούν και να πολιτικολογούν.
Σε κάθε περίπτωση: Οι ελληνικές αρχές συνεχίζουν να εργάζονται εντατικά στην κατεύθυνση που έχουμε επανειλημμένα περιγράψει, για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Την ίδια στιγμή όμως, η αξιωματική αντιπολίτευση κινείται διαρκώς ανάμεσα στη φαιδρότητα και την καταστροφολογία.
Διότι φαιδρότητα είναι η διακίνηση σεναρίων ότι η κυβέρνηση, σε συνεργασία με τμήμα των δανειστών, επιδιώκει να εγκλωβίσει τη ΝΔ σε σενάρια αυξημένης πλειοψηφίας, εν όψει της ψηφοφορίας για τη συμφωνία στη Βουλή.
Σε ο,τι μας αφορά δεν έχουμε καμία απολύτως αγωνία για το τι θα κάνει στη βουλή ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ. Ο ίδιος όμως, αν έχει το θάρρος της γνώμης του, θα πρέπει με παρρησία να πει όχι μόνο ότι δεν θα ψηφίσει αλλά και ότι θα καταργήσει τη συμφωνία στην οποία θα καταλήξουμε. Όχι άλλα να λέει μέσα και άλλα έξω, διαβεβαιώνοντας τους δανειστές ότι δεν θα αλλάξει ούτε λέξη από όσα θα συμφωνηθούν. Αυτό όμως είναι και ένδειξη του απόλυτου κυνισμού του. Το πρόβλημα τελικά αφορά μόνο και αποκλειστικά τον κ. Μητσοτάκη και την παράταξη του.
Τις τελευταίες μέρες επίσης, η ΝΔ βλέποντας πως οδεύουμε στην εξεύρεση κοινού τόπου με τους θεσμούς, έχει ξεπεράσει κάθε όριο καταστροφολογίας στην προσπάθεια να προκαλέσει αποσταθεροποίηση.
Και αναρωτιέμαι αν αυτή είναι υπεύθυνη αντιπολιτευτική στάση ή απλώς η τελευταία πράξη του δράματος της αυτοκαταστροφικής πολιτικής τακτικής που υιοθέτησε ο κ. Μητσοτάκης αμέσως μετά την εκλογή του.
Ειλικρινά πάντως μιλώντας, λίγο ενδιαφέρει η αυτοκαταστροφή του κ. Μητσοτάκη. Αυτό που έχει σημασία για μας είναι ο κ. Μητστοτάκης να μην πάρει μαζί του και τη χώρα.
Γι αυτό το λόγο, η κυβέρνηση θα συνεχίσει με συνέπεια την προσπάθεια για ολοκλήρωση της β΄ αξιολόγησης, καθώς και τον αγώνα ώστε να διορθώσει τη ζημιά που έχουν προκαλέσει τόσο η ΝΔ, όσο όμως και κάποιοι από τους δανειστές, οι οποίοι επιλέγουν το δρόμο της διαρκούς καθυστέρησης, πέρα και έξω από κάθε συμφωνία αλλά και από κάθε λογική.
Σχετικά Άρθρα
27/07/2025 - 12:10
Δείτε επίσης