ΤτΕ: Ξεπέρασαν τους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων οι τράπεζες!

Μειώθηκαν στα 104,8 δις τα κόκκινα ανοίγματα και στα 75,9 δις τα κόκκινα δάνεια το  2016.

Επιτεύχθηκαν και ξεπεράστηκαν  οι στόχοι των ελληνικών τραπεζών, για την μείωση των κόκκινων δανείων το 2016,  σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ). Το τελευταίο τρίμηνο του 2016, οι τράπεζες «έπιασαν» τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των NPEs (Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα) και των NPL’s (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) με αποτέλεσμα τα NPE΄s να αγγίζουν τα 104,8 δις ευρώ ή 1 δις ευρώ χαμηλότερα από το στόχο. Τα NPL’s έφτασαν τα 75,9 δις ευρώ ή περίπου 0,5 δις. ευρώ χαμηλότερα από το στόχο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι επιδόσεις των δύο δεικτών, ξεπέρασαν τους στόχους, με το δείκτη NPEs να βρίσκεται στο 50% συγκριτικά με το στόχο του 50,5% και το δείκτη NPLs στο 36,2% συγκριτικά με το στόχο του 36,4%. Όσο πιο χαμηλά είναι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων/ δανείων, τόσο το καλύτερο για τα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών.
 
Κατά το τέλος του 2016, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 1,2% συγκριτικά με το τέλος του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, αγγίζοντας τα 106,3 δισεκ. ευρώ ή το 44,8% των συνολικών ανοιγμάτων. Αυτό ήταν το τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο κατά το οποίο παρατηρήθηκε μείωση του υπολοίπου των ΜΕΑ και το πρώτο από την έναρξη της κρίσης που παρατηρήθηκε μείωση στο δείκτη ΜΕΑ.

Όπως αναφέρει η ΤτΕ,  τον Σεπτέμβριο του 2016, οι ελληνικές εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες υπέβαλαν τους επιχειρησιακούς τους στόχους για τα ΜΕΑ, βάσει των δικών τους μακροοικονομικών παραδοχών και στρατηγικών διαχείρισης.

Το αρχικό υπόλοιπο των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) για το σύνολο των ελληνικών εμπορικών και συνεταιριστικών τραπεζών αγγίζει τα 106,9 δις ευρώ. Οι τράπεζες έθεσαν ως στόχο τη μείωση του υπολοίπου των ΜΕΑ κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των ΜΕΑ στα 66,7 δις ευρώ στο τέλος του 2019.

Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης θα επιτευχθεί, σύμφωνα με τις τράπεζες, κατά τα δύο τελευταία έτη, το 2018 και το 2019. Η μείωση εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων (δηλαδή την αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων που βρίσκονται επί του παρόντος σε καθυστέρηση), από διαγραφές δανείων, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεις δανείων. Αντίθετα, αρνητική συμβολή στην περαιτέρω μείωση των υπολοίπων MEA εκτιμάται ότι θα έχει η συσσώρευση νέων MEA, η οποία αναμένεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2017. Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 ο δείκτης ΜΕΑ θα υποχωρήσει στο 33,9%.

Κατά την ίδια περίοδο, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών  αναμένεται να μειωθούν κατά 49%, από 78,3 δις ευρώ τον Ιούνιο του 2016 σε 40,2 δις  ευρώ το 2019. Ο σχετικός δείκτης αναμένεται να μειωθεί από 37% σε 20% για την ίδια χρονική περίοδο. Η μεγαλύτερη μείωση του υπόλοιπου, καθώς και του δείκτη ΜΕΔ, συγκριτικά με τα αντίστοιχα μεγέθη των ΜΕΑ σχετίζεται κυρίως με την ελάχιστη περίοδο ενός έτους σε καθεστώς επιτήρησης, που απαιτείται από τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, ώστε να αναταξινομηθούν ρυθμισμένα δάνεια από τα ΜΕΑ προς τα εξυπηρετούμενα.
 
Παρά τη μείωση, το 2016, η ΤτΕ, τονίζει ότι ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός σε όλα τα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2016, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 41,5% για το στεγαστικό, το 54,0% για το καταναλωτικό και το 44,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα, στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 68,3%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ – δείκτης ΜΕΑ: 58,9%). Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 26,7%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 33,0%).

Οι νέοι πίνακες υποβαλλόμενων στοιχείων επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές να σχηματίσουν μια πιο αναλυτική εικόνα, τόσο της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών ανά χαρτοφυλάκιο όσο και των μετακινήσεων που παρατηρούνται μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών ανοιγμάτων με βάση τους ορισμούς της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority – EBA). Επίσης παρουσιάζουν και μια απολογιστική εικόνα των επιχειρησιακών στόχων και των επιλεγμένων δεικτών απόδοσης σε τριμηνιαία βάση.
Συνολικά, ο δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε επιβράδυνση κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους, παραμένοντας όμως υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης οφείλεται κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, για το οποίο οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων ΜΕΑ.

Αντίθετα, στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται υψηλός ρυθμός αποκατάστασης που υπερβαίνει το ρυθμό αθέτησης. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη, ενώ τον κυριότερο παράγοντα μείωσης αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.

Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει αυξηθεί οριακά, αγγίζοντας το 49,6% το Δεκέμβριο του 2016, από 49,5% το Σεπτέμβριο του 2016. Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι πλήρης.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή