«Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι όπου είναι επιτακτική η ανάγκη να μιλήσουμε για το μέλλον της Ελλάδας και τη θέση της στην περιοχή, στην Ευρώπη και στον Κόσμο», είπε ο Αλέξης Τσίπρας κατά την ομιλία του στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων.
«Και αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται ούτε ανάλογα με την επικαιρότητα, ούτε ανάλογα με τις εξελίξεις και την ημερήσια διάταξη των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων», πρόσθεσε.
«Δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε συνεχώς τις πάγιες θέσεις της χώρας πχ για την Χάγη και να μένουμε στη διακήρυξή τους χωρίς να τις προωθούμε ενεργά. Πρέπει να μιλήσουμε με ρεαλισμό για το πού βρισκόμαστε σήμερα για να μπορέσουμε να μιλήσουμε με όρους οραματικούς για τις επόμενες δεκαετίες», σημείωσε.
«Και είναι αλήθεια ότι υπάρχει σήμερα πρόσφορο έδαφος – και συμβολικά και θεσμικά – για να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση, καθώς φέτος συνδυάζονται τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και τα 40 χρόνια από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ με την επανεκκίνηση του Διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης», είπε ο κ. Τσίπρας.
«Κυρίως, όμως, υπάρχει πρόσφορο έδαφος διότι σήμερα ζούμε την σταδιακή, περίπλοκη και δύσκολη προσπάθεια να εισέλθουμε σε μια μεταπανδημική περίοδο. Και την ίδια στιγμή, προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις ολοένα και πιο έντονες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης», ανέφερε.
«Θα ήθελα, λοιπόν, να βάλω ως αφετηριακή θέση της συζητήσής μας ότι η εμπειρία αυτής της πρωτοφανούς παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, της ολοένα και πιο έντονης κλιματικής κρίσης και της αναδιάταξης των παγκόσμιων ισορροπιών δυνάμεων, πρέπει να μας οδηγήσει στην υιοθέτηση ενός ριζικά διαφορετικού μοντέλου και οράματος για το μέλλον σε όλα τα επίπεδα: παγκόσμιο, περιφερειακό, ευρωπαικό, εθνικό», είπε μεταξύ άλλων.
Ο κ. Τσίπρας είπε ότι «δεν μπορεί η κρίση της πανδημίας να αποτελέσει μια ανάπαυλα για να επιστρέψουμε στις παλιές συνταγές οικονομικής ορθοδοξίας που κυριάρχησαν για τα τελευταία 40 χρόνια. Όπως δεν μπορεί η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και η πανδημία να αποτελέσουν μια ανάπαυλα για να επιστρέψει η Ελλάδα στα οικονομικά και γεωστρατηγικά μοντέλα του παρελθόντος».
«Οποιαδήποτε συζήτηση για την εθνική στρατηγική της Ελλάδας του μέλλοντος πρέπει να βασίζεται σε έναν δυναμικό ρεαλισμό. Όχι στον δήθεν ρεαλισμό της επιστροφής σε μια κανονικότητα της διαπλοκής και του πελατειακού κράτους. Ούτε στον δήθεν ρεαλισμό της φοβικής ανάσχεσης και της λογικής της στασιμότητας στην εξωτερική πολιτική», πρόσθεσε.
«Πρώτον, πρέπει να οικοδομήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στην βιώσιμη ανάπτυξη και στην άμβλυνση των ανισοτήτων», τόνισε.
«Θα ήθελα να τονίσω τη σημασία του κοινωνικο-οικονομικού παράγοντα και της κοινωνικής συνοχής στην προώθηση μιας υψηλής εθνικής στρατηγικής. Σας καλώ να αναρωτηθείτε πώς μπόρεσε ο ελληνικός λαός – έχοντας χάσει 25% του ΑΕΠ, με την ανεργία και τη φτώχεια στα ύψη και την Χρυσή Αυγή στο 7% – να διαχειριστεί την είσοδο 1,3 εκατομμύρια ανθρώπων από όλη την Ασία στα σύνορά του», ανέφερε.
«Και όμως αυτό έγινε διότι υπήρξε μια κοινή προσπάθεια και κοινό όραμα, που έβαζε ψηλά την κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή, ψηλά την προάσπιση του διεθνούς δικαίου, ψηλά την πρωτοβάθμια υγεία όλων – και των ανασφάλιστων, ψηλά την κοινωνική στήριξη των αδυνάμων – Ελλήνων και αλλοδαπών. Αυτή είναι η ισχύς που δίνει ένα κοινωνικοοικονομικό μοντέλο που βάζει μπροστά τα δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή», είπε.
«Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο του δυναμικού ρεαλισμού που έχουμε ανάγκη, είναι η προώθησης μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που ταυτίζει το εθνικό μας συμφέρον με την αναβάθμιση του διεθνούς μας ρόλου ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας. Αυτό αφορά κατά πρώτο λόγο τόσο την προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων έναντι τρίτων, όσο και την επίλυση διαφορών βάσει του διεθνούς δικαίου», επεσήμανε.
«Αυτός ήταν ο αγώνας που δώσαμε με τον Νίκο Κοτζιά για την επίλυση του ονοματολογικού μέσω της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών».
«Αυτή ήταν η προσπάθεια στις συνομιλίες Κράνς Μοντανά όπου για πρώτη φορά υποστηρίχτηκε από τον ΟΗΕ η υποχρέωση αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και κατάργησης των εγγυήσεων», σημείωσε.
«Για αυτό παλεύαμε όταν επισκέφθηκα τρεις φορές την Τουρκία, μέσα σε λίγους μήνες, και η Ελλάδα ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικοδόμηση μιας θετικής ευρωτουρκικής ατζέντας με εφαλτήριο τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης», ανέφερε ο κ. Τσίπρας.
«Αυτό καταφέραμε όταν κατοχυρώσαμε με την Κυπριακή Δημοκρατία, για πρώτη φορά πλαίσιο ευρωπαϊκών κυρώσεων απέναντι στις τουρκικές παραβιάσεις της Κυπριακής ΑΟΖ», είπε.
«Παράλληλα όμως, η Ελλάδα πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας του 21ου αιώνα, πρέπει να αξιοποιεί τις μοναδικές δυνατότητες και τα δίκτυα που διαθέτει για να προωθεί τα εθνικά της συμφέροντα και να αναβαθμίσει τον διεθνή της ρόλο και τον λόγο της στις εξελίξεις, ανεξαρτήτως των διαφορών της στην περιοχή», τόνισε.
«Σε σχέση με την Τουρκία αποτελεί μείζον λάθος μια συντηρητική πολιτική μη-λύσης και προσχώρησης σε λογικές διπλωματικής ανάσχεσης αντί της ανάπτυξης μιας δυναμικής στρατηγική λύσης. Από τις αρχές του έτους η Τουρκία, πιεζόμενη από της ΗΠΑ και από την αρνητική οικονομική της πορεία, έχει ανοίξει το παράθυρο στο διάλογο», είπε.
«Έπρεπε και πρέπει να αξιοποιήσουμε τις πιέσεις που δέχεται, προκειμένου να μπούμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο – για τις διερευνητικές ή τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης χωρίς αφέλεια, με σαφείς κόκκινες γραμμές για τις δήθεν γκρίζες ζώνες και αποστρατιωτικοποιημένα νησιά, αλλά και με σαφείς στόχους», σημείωσε.
«Το να κερδίσουμε απλώς λίγους μήνες παραπάνω ηρεμίας αποτελεί κοντόθωρο στόχο. Ο χρόνος, όμως, δεν κυλάει ουδέτερα. (…) Η Τουρκία, καθιερώνει δυναμικές μεν, ουσιαστικές δε, σχέσεις με σειρά χωρών επικαλούμενη και την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βλέπουμε τη συζήτηση με τις ΗΠΑ για το Αφγανιστάν. Βλέπουμε τη συζήτηση για Στρατηγική Πυξίδα με ρόλο της Τουρκίας, που άνοιξε στην ΕΕ. Βλέπουμε την πορεία των Τουρκοαιγυπτιακών ή Γαλλοτουρκικών σχέσεων με αφορμή τη Λιβύη», επεσήμανε.
«Δεν πρέπει να έχουμε ως στρατηγική να αφήσουμε τον χρόνο να περνά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Κάνουμε πολύ καλά που επεκτείνουμε εδώ και χρόνια τις σχέσεις μας με τις χώρες της περιοχής αλλά και πέρα από τα σύνορά μας όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και με τα ΗΑΕ, τη Σαουδική Αραβία και την Ινδία. Όπως αποτελεί σωστή θέση να παλεύουμε για τη σύναψη συμφωνιών ΑΟΖ ή την προσφυγή στη Χάγη με γειτονικές χώρες», είπε.
«Όπως αποδείχτηκε και πέρσι που το Oruc Reis παραβίαζε για 3 μήνες τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ότι δήθεν μπορεί να δημιουργηθεί μια περιφερειακή ασπίδα ανάσχεσης απέναντι στην Τουρκία, αν έρθει η δύσκολη στιγμή», τόνισε.
[Ούτε ότι η Κυβέρνηση θα μπορέσει να αντιστρέψει ή να παγώσει την θετική ευρωτουρκική ατζέντα με την Τουρκία αν αυτή επανέλθει στις παραβιάσεις. Οι ελληνικές κόκκινες γραμμές είναι μακριά από το να γίνουν ευρωπαικές, πέραν του επίπεδου των δηλώσεων», είπε.
«Θεωρώ λοιπόν επιτακτική ανάγκη να αποκτήσουμε μια δυναμική εθνική στρατηγική για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Να μιλήσουμε επιτέλους για ένα Ελσίνκι με νέους όρους», επεσήμανε.
«Από τα μέσα Μαρτίου 2020 τόνιζα ότι η Ελλάδα έπρεπε να πρωτοστατεί στις ευρωτουρκικές συνομιλίες για το προσφυγικό, αντί να προτάσσει την επικίνδυνη λογική της ευρωπαϊκής ασπίδας και να απουσιάζει από το τραπέζι όταν οι εταίροι μας συνομιλούν με την Άγκυρα για το θέμα αυτό – συχνά στη βάση των δικών τους συμφερόντων».
«Εδώ και τρεις μήνες έχω προτείνει να κατοχυρωθεί ότι η αναθεωρημένη τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας θα τεθεί σε ισχύ μόνο αφού προσφύγει η Τουρκία με την Ελλάδα στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ».
«Αυτός είναι ο μόνος ευρωπαϊκός μοχλός πίεσης που μπορεί στο μέλλον να επιτρέψει ένα κοινά αποδεκτό συνυποσχετικό, μετά από ουσιαστικές διερευνητικές. Χωρίς αυτόν, ας είμαστε ρεαλιστές, δεν μπορεί να υπάρξει Χάγη».
«Δυστυχώς, όμως, στην τελευταία Σύνοδο αποφασίστηκε η έναρξη της διαπραγμάτευσης χωρίς να τεθεί αυτός ο όρος – που είναι εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τις ελληνικές θέσεις».
Για την Συμφωνία των Πρεσπών είπε: «Μιλάμε για την κύρωση της συμφωνίας να μπορούν τα ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη να επιτηρούν τον εναέριο χώρο της Βόρειας Μακεδονίας. Αν δεν υπήρχε η Συμφωνία, δεν θα υπήρχε δεύτερη κουβέντα για το ποιος θα επιτηρούσε τον εναέριο χώρο, θα είχαμε μία άλλη Λιβύη στα βόρεια σύνορά μας».
«Αλλά ούτε αυτές τις επωφελείς συμφωνίες δεν είναι σε θέση να κυρώσει ο κ. Μητσοτάκης στη Βουλή».