Της ΕΦΗΣ ΜΙΧΕΛΑΚΗ* απο την Κυριακάτικη Kontranews
Την στιγμή που η χώρα μας μετράει ήδη δύο χρόνια από την εμφάνιση της πανδημίας θα περίμενε κανείς να μιλάμε για λύσεις που βρήκαμε, καταστάσεις που εξυγιάναμε αλλά και επιπτώσεις που προλάβαμε.
Αντίθετα, μετά από τόσους και δύσκολους μήνες, το μόνο που έχει μείνει είναι ανυπόστατα μέτρα, τα οποία συνθέτουν την κανονικότητα μίας κυβέρνησης ανίκανης να αφουγκραστεί τις ανάγκες της κοινωνίας, τη στιγμή που μέρα με την μέρα καταδυναστεύεται όλο και περισσότερο το κοινωνικό κράτος.
Ένας μήνας ακριβώς από την ημέρα που παρουσιάστηκαν οι εκπαιδευτικοί στις θέσεις τους και είκοσι μέρες από το πρώτο κουδούνι της χρονιάς, η κατάσταση φαίνεται όχι απλά στάσιμη αλλά σε πολύ χειρότερα επίπεδα από αυτά που βρισκόμασταν στην αρχή.
Αφενός πρόκειται για περίοδο μετάλλαξης για τον ίδιο τον ιό ο οποίος δεν γνωρίζουμε πώς θα συμπεριφερθεί ακόμη και στα ίδια τα παιδιά, αφετέρου τα αποτυχημένα ή και ανύπαρκτα πολλές φορές μέτρα της κυβέρνησης, εμπλουτίζονται πάνω στο ίδιο μοτίβο.
Τα σχολεία αφέθηκαν εξ ολοκλήρου στην διαχείριση των ίδιων των εκπαιδευτικών οι οποίοι ξοδεύουν καθημερινά αποθέματα των δυνάμεων τους για να ανταποκριθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε αυτές τις δύσκολες και συνάμα πρωτόγνωρες συνθήκες.
Το προηγούμενο διάστημα αντιμετώπισαν τον συνεχώς εναλλασσόμενο τρόπο διδασκαλίας, μιας και η τηλεκπαίδευση αντικαθιστούσε την δια ζώσης μάθηση και αντίστροφα. Ήταν η στιγμή που αξιοποίησαν όλα τα εργαλεία για να διατηρήσουν ζωντανή την επαφή με τα παιδιά, γεγονός ευεργετικό για την ψυχολογία τους και ταυτόχρονα να περισώσουν ό,τι μπορούν από την μαθησιακή διαδικασία.
Σήμερα, ενώ η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών έχει εμβολιαστεί αλλά παράλληλα παλεύει με τις μεταλλάξεις, η ανακοίνωση της κυβέρνησης πως πρέπει να φτάσει ένα τμήμα σε ποσοστό νόσησης πενήντα τις εκατό συν ένα, δηλαδή τουλάχιστον δεκαπέντε παιδιά, για να φτάσει να κλείσει, κάνει ξεκάθαρη την επικίνδυνη στάση της απέναντι στο θέμα και δημιουργεί μεγαλύτερη ανασφάλεια στο ήδη επιβαρυμένο κλίμα για την ψυχολογία του κόσμου.
Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς οι εκπαιδευτικοί βρέθηκαν και πάλι αντιμέτωποι με ανεπαρκείς πολιτικές οι οποίες έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην καθημερινότητα τους αλλά και σε αυτή των παιδιών.
Το πρώτο κουδούνι χτύπησε με σοβαρά κενά σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό δυναμικό, γεγονός που από μόνο του υποβαθμίζει το δημόσιο σχολείο, μιας και υπάρχει το διδακτικό κενό που άφησε η πανδημία. Την ίδια στιγμή τα τμήματα απαρτίζονται για ακόμη μια χρονιά από 25 και 27 μαθητές ανά τάξη, κάτι που αποδεικνύεται εγκληματικό από την στιγμή που οι όροι της πανδημίας επιβάλλουν το ακριβώς αντίθετο.
Ένα από τα σημαντικότερα μέτρα είναι η τήρηση των αποστάσεων μεταξύ των παιδιών, γεγονός που συνεπάγεται την δημιουργία μικρότερων τμημάτων. Φυσικά κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως η πολιτεία θα φαινόταν ικανή να εμπλουτίσει το εκπαιδευτικό προσωπικό, δημιουργώντας παράλληλα νέες θέσεις εργασίας.
Ακόμη, σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση, θα έβρισκε κατάλληλους χώρους στους οποίους θα μπορούσε να διεξαχθεί η μαθησιακή δια ζώσης διδασκαλία, και όπου αυτό δεν ήταν δυνατό η λειτουργία του σχολείου θα διεξάγονταν με εναλλασσόμενο ωράριο. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευεργετικό για την ψυχολογία των παιδιών, τα οποία θα μπορούσαν να συνεχίσουν την καθημερινότητα τους κάτω από την ομπρέλα της ασφάλειας σε ό,τι αφορά την υγεία τους, των δικών τους ανθρώπων και κατ’ επέκταση της κοινωνίας.
Μία ακόμη χαρακτηριστική παράμετρος αποτελεί η διχαστική λογική της σε όλους τους τομείς της ζωής και φυσικά του σχολείου, με την διαχείριση ακόμα και των self test να μοιάζει σαν μια μάχη ανάμεσα σε γονείς και εκπαιδευτικούς. Ταυτόχρονα αντί να ενισχύσουν τις υπηρεσίες καθαριότητας παύουν και τις ήδη υπάρχουσες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται εν μέσω πανδημίας.
Στο συγκεκριμένο σημείο δεν θα μπορούσε να παραληφθεί η πολυσυζητημένη και καμιά φορά παρεξηγημένη έννοια της αξιολόγησης, η οποία θα έπρεπε να υπάρχει και να αποτελεί βασική παράμετρο για την εξέλιξη του ίδιου του σχολείου προς όφελος των μαθητών. Παραμένει ζήτημα που χρήζει μεγαλύτερης ανάλυσης.
Σε αυτήν την περίπτωση εμπλουτίστηκε με συγκεντρωτικές και αυταρχικές μεθόδους που θυμίζουν άλλες εποχές, οι οποίες για το συγκεκριμένο υπουργείο μάλλον δεν αποτελούν παρελθόν. Το μόνο σίγουρο είναι πως σύσσωμος ο εκπαιδευτικός κόσμος θα πρέπει να απαντήσει με αγώνες προσαρμοσμένους στο σήμερα και με αντανακλαστικά τα οποία τροφοδοτούνται από την ίδια την κοινωνία.
Ο στόχος δεν είναι άλλος από ένα ποιοτικό δημόσιο σχολείο το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαθητών απέναντι στο σχέδιο των ανθρώπων που γοητεύονται μόνο από την επιβολή.
* Καθηγήτρια Πληροφορικής, Υπεύθυνη τμήματος παιδείας της Νομαρχιακής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Κοζάνης