Όποιος αγγίζει πολιτικά το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, κουβαλάει αναγκαστικά – ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιεί, ακόμη κι αν δεν το αναγνωρίζει – ένα τριπλό φορτίο: ανθρωπισμού (όσο το πιστεύει/όσο το αντέχει). αποτελεσματικότητας (όσο αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται). συμβατότητας με την κοινή γνώμη (γιατί,, αλλιώς, η συζήτηση ξεφεύγει). Αυτή την στιγμή, και μετά από δυο στιγμές όξυνσης που υπήρξαν αφενός η επίσκεψη Ερντογάν και τα όσα σ’ αυτήν συζητήθηκαν για την διαβόητη συμφωνία ΕΕ/Τουρκίας (ή: Μέρκελ/Ερντογάν, για να προσγειωνόμαστε) και κυρίως για την υλοποίησή της και αφετέρου η μπαταριά που έριξε στον αέρα ο Ντόναλντ Τουσκ για την «αναποτελεσματική και διχαστική» πολιτική της ΕΕ (που η Κορυφή των Βρυξελλών περιορισμένα μόνον την συμμάζεψε), στην μικρή μας Ελλάδα ετοιμάζονται δυο βήματα για το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό.
Καθώς η Ελλάδα είναι πολύ μικρή χώρα για να μην επιβάλει στον εαυτό της ένα μίνιμουμ ειλικρίνειας (ας θυμηθούμε τον Βενιζέλο – Ελευθέριο – όταν κάποτε, καλούμενος να προσβάλει την Σερβία, είχε πει το εκπληκτικό «η Ελλάς είναι πολύ μικρή χώρα για να διαπράξει τέτοια ατιμία»), και στα δυο αυτά βήματα χρειάζεται ακριβώς εντιμότητα, ειλικρίνεια. Το πρώτο: μετά την ευρύτερη συνειδητοποίηση ότι ο Γιάννης Μουζάλας, όσα κι αν προσέφερε στην αρχή διαχείρισης του τσουνάμι του Προσφυγικού το 2015-16, έχει πλέον πλήρως προσπεραστεί από τα γεγονότα, διακινείται η προσέγγιση να αφεθεί κατά μέρος το υπουργείο-σκελετός Μεταναστευτικής Πολιτικής και, αντί να τεθεί επικεφαλής κάποιος πιο λειτουργικός (τύπου Δημήτρη Βίτσα) να διαμορφωθεί κάτι σαν Επιτροπή καλών ανθρώπων, με σχέση με το θέμα (ως εγγυητικός μηχανισμός), και τα πρακτικά να αφεθούν τα επιμέρους αρμόδια υπουργεία. Άλλα στο Εσωτερικών. άλλα στο Δικαιοσύνης. άλλα στο Οικονομικών, άλλα στο Υγείας, ακόμη-ακόμη.
Το δεύτερο μέτωπο ακούγεται ακόμη πιο ανώδυνα, πάντως τεχνικά: προωθείται, λέει, αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου, στις λεπτομέρειες του δε, για «πληρέστερη εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας» και για επιτάχυνση των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων ασύλου. Σε τι μεταφράζεται , όμως αυτό; Αφενός στο να γίνεται η επίδοση των απορριπτικών αποφάσεων επί των αιτημάτων ασύλου στον δικηγόρο που υπεστήριξε την αίτηση (ώστε να μην αναζητείται «άνευ αποτελέσματος» ο ίδιος ο πρόσφυγας/μετανάστης , και να μένει έτσι στον αέρα η δίμηνη προθεσμία για την δευτεροβάθμια κρίση της προσφυγής) αφετέρου να τίθεται υπό καθεστώς κράτησης, δηλαδή να βρίσκεται υποχρεωτικά σε κλειστό κέντρο «φιλοξενίας», όποιος μετά την οριστική απορριπτική απόφαση απευθύνεται στην Διοικητική Δικαιοσύνη. Στο βάθος και των δυο αυτών ρυθμίσεων βρίσκεται το σκέλος εκείνο της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας που αφορά την διαβόητη «επαναπροώθηση» στην γείτονα – αυτή ήταν, ως φαίνεται, η ουσιαστική συζήτηση Τσίπρα-Ερντογάν… – όσων περνούν με κίνδυνο ζωής το Αιγαίο και δεν τους χορηγείται άσυλο. (Αυτό, μαζί και με την απόφαση/αποδοχή να μην μετακινούνται από τα νησιά όσοι φθάνουν μετά την άνοιξη του 2016 – πηγή της φρίκης της Μόριας κλπ. – έχει προβλεφθεί ως «αποθάρρυνση» των ανθρώπινων ροών). Πλην όμως, η βασική προϋπόθεση, να θεωρείται η Τουρκία «ασφαλής χώρα» για την επαναπροώθηση, βρίσκει έως τώρα και την κοινή γνώμη και την Δικαιοσύνη στην Ελλάδα – να το πούμε ευγενικά – διστακτική!
Ετσι, λοιπόν, θα χρειαστεί ειλικρίνεια τώρα. Αν πάμε σε σχήμα Επιτροπής «καλών ανθρώπων» αντί Υπουργείου, θα έχουμε συνειδητή διάχυση ευθύνης. Κι αν μαζικοποιηθούν οι επαναπροωθήσεις, θα έχουμε μια εντελώς νέα εποχή ως Ελλάδα – λογικής των χωρών Βίζεγκραντ.