Καταθέσαμε και χθες την άποψη ότι το βασικό πολιτικό κρατούμενο από την παρουσίαση, στο μεγάλο Αμφιθέατρο του ΥΠΕΞ του βιβλίου του Νίκου Μέρτζου – εμβληματικής φιγούρας της υπόθεσης αυτής, με σαφέστατο το δεξιό/εθνικοφρονικό πολιτικό στίγμα – «Το Μακεδονικό», στις Εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ, ήταν ότι συμπαρακάθησαν ο και αμφιτρύων Νίκος Κοτζιάς, σημερινός ΥΠΕΞ και διαπραγματευτής σε αναζήτηση λύσης .ο πάντα πρωτεϊκός Βαγγέλης Βενιζέλος (του οποίου είδαμε στο χθεσινό σημείωμα τον πυρήνα της τοποθέτησης). και ο Σταύρος Θεοδωράκης που πορεύθηκε στην δημόσια σκηνή ως εκφραστής της αναζήτησης «πολιτικής χωρίς πολιτικούς»). Αυτή η συνύπαρξη των αντιθέτων είναι για μας – σήμερα, τώρα, σ’ αυτά τα θεματικά συμφραζόμενα – κεντρικό πολιτικό γεγονός.
Είδαμε την τοποθέτηση Βενιζέλου. Περνούμε τώρα σε εκείνην Θεοδωράκη, που ξεκίνησε εξηγώντας πώς γνώρισε «το φαινόμενο Μέρτζος» στο Νυμφαίο, για να προχωρήσει στην επισήμανση ότι με το βιβλίο και την εν συνόλω στάση του υπέρ μιας προσπάθειας για λύση σήμερα ο Μέρτζος «τόλμησε να πάει κόντρα, να πει τα πράγματα με πατριωτική αλήθεια» . Βέβαια είχε κάποια πατερναλιστική χροιά η επισήμανσή του ότι «όταν κάποιος μεγαλώνει, αναθεωρεί και εξελίσσεται» (την οποία επισήμανση ο συγγραφέας συνόδευσε με κάπως αμήχανο χαμόγελο…) , όμως παρευθύς πέρασε στην γεωστρατηγική διάσταση του εγχειρήματος – και στην αναζήτηση απάντησης στο καίριο ερώτημα: «Συμφέρει την Ελλάδα να στηριχθεί αυτό το Κράτος στα βόρειά της σύνορα;» Η αντίθετα να υπονομευθεί, ωθούμενο προς διάλυση;
Για τον Στ. Θεοδωράκη, 25 χρόνια άστοχων χειρισμών και συνεχών λαθών είναι αρκετά. Διετύπωσε την ανησυχία ότι «κάποιοι σήμερα πάνε να ανατρέψουν την θετική πορεία», καθώς και για το ότι στην Κυβέρνηση υπάρχουν «δυόμιση γραμμές», εκείνη του Πρωθυπουργού, εκείνη του υπουργού Εθνικής Άμυνας και εκείνη του υπουργού Εξωτερικών (που πλησιάζει αλλά δεν ταυτίζεται με του Πρωθυπουργού). Ενώ θεώρησε δυσάρεστη έκπληξη το ότι η Εκκλησία και δη ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μετεστράφη στην θέση του σχετικά με τα συλλαλητήρια, αλλά και για το ότι στην Αξιωματική Αντιπολίτευση ενώ το 2008 οικοδομήθηκε ως εθνική θέση η αποδοχή σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό με δική της πρωτοβουλία στο Βουκουρέστι, τελευταίως επιχειρήθηκε μέχρι και απ’ αυτήν να υπάρξει υπαναχώρηση.
Την τελευταία εισήγηση έκανε ο Νίκος Κοτζιάς. Ο οποίος δημόσια ευχαρίστησε τον «από αντιδιαμετρικό χώρο Νίκο Μέρτζο» για τις πολλές ώρες συζητήσεών τους με στόχο «πρόοδο και μετάβαση στο αύριο», αναγνωρίζοντας ευθέως το σθένος και την παρρησία του στην αντιμετώπιση του σήμερα. Το οποίο σήμερα, για τον Κοτζιά, έρχεται με νέα φάση μεγάλων κινδύνων στα Δυτικά Βαλκάνια, όπου πέραν των υπολοίπων παραγόντων αποσταθεροποίησης, παρουσιάζεται εντεινόμενη και η Τουρκική παρουσία/επιρροή. «Η Δύση που γνωρίσαμε δεν είναι πλέον η ίδια», ενώ και των ΗΠΑ το ενδιαφέρον και η παρουσία έχει πάει πίσω.
Για τον Κοτζιά, η σταθεροποίηση της πΓΔΜ θα προέλθει «είτε από μια φιλική Ελλάδα, είτε σε δέσιμο με την Τουρκία». Και τούτο την ίδια στιγμή που το θρησκευτικό στοιχείο πάει να επιχρωματίσει (λόγω της δυναμικής Αλβανικής μειονότητας) το εθνοτικό. Κάπως ζαλιστική η ιστορική αναδρομή στην οποία προχώρησε αναζητώντας στον Μεσοπόλεμο και την Κομιντέρν τις ρίζες του Μακεδονικού, μέχρι και στα χρόνια Δημητρώφ – Σταλιν – Τίτο.
Πιο αιχμηρή η κριτική του στο πώς φθάσαμε στην πραγματικότητα 192 Κράτη ανά τον κόσμο να έχουν αναγνωρίσει «Δημοκρατία της Μακεδονίας», πώς το 1977 η «Μακεδονική γλώσσα» να έχει αναγνωρισθεί σε Συνδιάσκεψη στα πλαίσια ΟΗΕ στην Αθήνα και πώς – μετά την συμφωνία για προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» στα πλαίσια του ΟΗΕ – το 2008 στην Σύνοδο του ΝΑΤΟ είχαμε 17 από τις 25 χώρες υπέρ των Ελληνικών θέσεων (για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, που τα Σκόπια δεν ακολούθησαν), αλλά εμείς προτιμήσαμε να μιλούμε για «βέτο που δεν υπηρξε». Το «βέτο» εκείνο χρησίμευσε σε πανηγυρισμούς, όμως έφερε λίγο αργότερα την καταδίκη στην Χάγη: «οι μεγάλες φωνές κοστίζουν».. Για τον Κοτζιά, ο δρόμος τώρα είναι λύση με στοιχείο συμβιβασμού, «όμως όχι σάπιου συμβιβασμού» Και με συνειδητοποίηση ότι η Ελλάδα είναι μικρή χώρα διεθνώς, όμως η ισχυρότερη στην περιοχή – άρα με αντίστοιχες ευθύνες.