Στο χθεσινO μας άρθρο σχολιάζοντας το “ισοζύγιο πληρωμών” της χώρας, επισημάναμε ότι οι περιορισμένες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντανακλούν το χαμηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Συγκρίνοντας την Ελλάδα με χώρες παρεμφερούς πληθυσμιακού μεγέθους σαν τις Σουηδία, Βέλγιο, Αυστρία, Ιρλανδία, Ελβετία, Ισραήλ, Ουγγαρία, Δανία, κ.ά., παρατηρήσαμε ότι οι αξιόλογες εξαγωγικές τους επιδόσεις οφείλονται στην διαχρονική αύξηση του εξαγωγικού τους εμπορίου. Άρα, το σπουδαίο δίδαγμα που συνάγεται για τη χώρα μας, είναι ότι άνευ της ικανοποιητικής και συνεχούς ανοδικής τάσης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, δεν θα υπάρξουν ευοίωνες προοπτικές για έξοδο της ελληνικής οικονομίας από το τέλμα της ύφεσης. Η διάρθρωση των επιμέρους λογαριασμών του ισοζυγίου πληρωμών, αναδεικνύουν τις ενδογενείς παθογένειες του οικονομικού μας συστήματος. Παθογένειες που συντελούν στην παράταση και την ανακύκλωσης της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα μετά το 2008.
Η ακόλουθη στατιστική παρατήρηση είναι άκρως ενδιαφέρουσα και διδακτική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή), την περίοδο 2008-2015 ο αριθμός των ξένων τουριστών που επισκεφτήκαν τη χώρα μας από 15,9 αυξήθηκε σε 25,5 εκατομ. άτομα. Αύξηση πολύ ικανοποιητική. Παράλληλα, την περίοδο αυτή η εισροή τουριστικού συναλλάγματος από 11,7 ανήλθε σε 14,2 δις ευρώ (€). Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο και λογικό. Πώς είναι δυνατόν την περίοδο 2008-2015 ο αριθμός των ξένων τουριστών να σημειώσει περαιτέρω άνοδο 9,6 εκατομ. άτομα (25,5-15,9=9,6) και η επιπλέον εισροή τουριστικού συναλλάγματος να διαμορφωθεί μόλις σε 2,5 δις € (14,2-11,7=2,5); Αυτό το στατιστικό παράδοξο επιβεβαιώνει την πρωταρχική ενδογενή παθογένεια της ελληνικής οικονομίας, που δεν είναι άλλη από την πελώρια παραοικονομία με το πλήθος των έκνομων δραστηριοτήτων της. Όταν η άνομη παραοικονομία αντιπροσωπεύει το 30% έως το 50% της νόμιμης οικονομίας και ο πιο αδαής με την οικονομική επιστήμη πολίτης, αντιλαμβάνεται ότι αντικειμενικά το σκάφος της εθνικής οικονομίας δεν μπορεί να εισέλθει στον διάδρομο της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Τα στατιστικά στοιχεία της τουριστικής οικονομίας αποτυπώνουν τις τεράστιες στρεβλώσεις του οικονομικού μας συστήματος. Ενώ το 2008 η κατά κεφαλή δαπάνη ανά ξένο τουρίστα στη χώρα μας ήταν 731 €, το 2015 ελαττώθηκε σε 557 €. Γιατί την περίοδο 2008-2015, η δαπάνη ανά ξένο τουρίστα στη χώρα μας από 731 έπεσε στα 557 €; Στις ανταγωνίστριες της Ελλάδας χώρες σαν την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και σε άλλες μεσογειακές χώρες, τα στοιχεία δείχνουν ότι η κατά κεφαλή δαπάνη ανά ξένο τουρίστα προσεγγίζει ή ακόμα υπερβαίνει τα 1.000 €. Γιατί στις χώρες αυτές η κατά κεφαλή δαπάνη ανά ξένο τουρίστα είναι τόσο υψηλά και στην Ελλάδα τείνει στα 500 € Τα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να απαντηθούν από τους προπαγανδιστές των success stories, που την περίοδο 2012-2014 παραμύθιαζαν τους πολίτες περί της συντελούμενης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας λόγω αύξησης της τουριστικής δραστηριότητας στη χώρα μας. Ουδείς αμφισβητεί ότι ο κλάδος του τουρισμού είναι ο ανταγωνιστικότερος κλάδος της ελληνικής οικονομίας και μπορεί να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στην προσπάθεια για έξοδο από το τούνελ της οικονομικής ύφεσης. Αυτό το οποίο όμως οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, είναι ότι ο τομέας της τουριστικής βιομηχανίας μαστίζεται από πληθώρα άνομων παραοικονομικών δραστηριοτήτων, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να χάνει μεγάλο μέρος των ανταγωνιστικών του πλεονεκτημάτων. Άλλες χώρες με 25 εκατομ. ξένους τουρίστες έχουν 25 δις € εισπράξεις τουριστικού συναλλάγματος και η Ελλάδα μόνο 14. Η πάταξη της έκνομης παραοικονομίας και η καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλο το φάσμα της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής του τόπου, συνεπάγονται την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας, την αύξηση των κρατικών εσόδων και τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.