Του Σπύρου Σουρμελίδη από την Κυριακάτικη Kontranews
Λίγα 24ωρα έμειναν για να μάθουμε το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, για να ξέρουμε αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα παραμείνει ακόμα 4 χρόνια στον Λευκό Οίκο ή αν θα επιστρέψει ο πρώην αντιπρόεδρος επί Ομπάμα, Τζο Μπάιντεν, αυτή τη φορά ως Πρόεδρος.
Οι έρευνες (δημοσκοπήσεις, αναλύσεις κ.λπ.) δείχνουν ότι ο Μπάιντεν έχει ένα σημαντικό προβάδισμα 9%-12%, σε ότι αφορά και τις ψήφους (το ποσοστό σε παναμερικανικό επίπεδο), αλλά και τους εκλέκτορες, που είναι και το καθοριστικό. Ακόμα και το δίκτυο FOX, παρουσιάζει στοιχεία που δείχνουν τον Μπάιντεν νικητή, να έχει ήδη εξασφαλίσει τους 270 εκλέκτορες. Ομως θα περιμένουμε να δούμε το αποτέλεσμα.
Την τελευταία εβδομάδα ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται ότι έχει διασφαλίσει ήδη 279 έως 290 εκλέκτορες, από τους 538 συνολικά (Ο νικητής χρειάζεται το λιγότερο 270 εκλέκτορες). Αντιθέτως, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει 163 εκλέκτορες, ενώ 85 ακόμα εκλέκτορες βρίσκονται στην αδιευκρίνιστη ζώνη (δηλαδή δεν έχει φανεί από τις δημοσκοπήσεις σε ποιον θα καταλήξουν). Ακόμα όμως και αν ο Τραμπ κερδίσει και τους 85, και πάλι θα έχει απλώς 248 εκλέκτορες, δηλαδή δεν μπορεί να κερδίσει.
Γιατί όμως λέμε ότι είναι παρακινδυνευμένες οι πρόωρες προβλέψεις; Πρώτον, γιατί η εμπειρία των εκλογών του 2016 έδειξε ότι οι έρευνες μπορεί να κάνουν λάθος. Και δεύτερον, γιατί ο διχασμός στις ΗΠΑ είναι τόσο μεγάλος που δημιουργεί φανατικά στρατόπεδα. Αν ο Τραμπ δεν είχε κάνει τόσα πολλά και τόσο μεγάλα λάθη στην διαχείριση του κορωνοϊού, μπορεί και να ήταν ο νικητής. Υπάρχει και ένας ακόμα λόγος. Ο διχασμός μέσα στο ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Φαίνεται αυτό στη μάχη που γίνεται στην Πολιτεία τους Τέξας, στην οποία παραδοσιακά κερδίζουν (για πάνω από 100 χρόνια) οι Ρεπουμπλικάνοι. Αυτή τη φορά υπάρχει ένα μικρό ενδεχόμενο να κερδίσουν οι Δημοκρατικοί ή καλύτερα να χάσουν οι Ρεπουμπλικάνοι, γιατί η ισχυρή πολιτικά οικογένεια Μπους (που ελέγχει το Τέξας) είναι απέναντι στον Τραμπ και δεν θέλει την επανεκλογή του. Ετσι το προβάδισμα του Τραμπ στο Τέξας είναι πολύ μικρό (± 2%) στα όρια του στατιστικού λάθους. Δεν αποκλείεται λοιπόν, για πρώτη φορά από το 1908 οι Δημοκρατικοί να κερδίσουν στο Τέξας, το οποίο δίνει 38 εκλέκτορες.
Υπάρχουν όμως και οι αριθμοί, που δείχνουν το πόσο ευάλωτες είναι οι δημοσκοπήσεις.
Ο Τραμπ όπως είπαμε, έχει διασφαλίσει 163 εκλέκτορες, όμως οι 38 του Τέξας δεν έχουν ακόμα διασφαλιστεί, αν και προηγείται και στο Τέξας.. Αρα η σταθερή βάση του είναι 125 εκλέκτορες.
Ο αντίπαλος του Τζο Μπάιντεν έχει σταθερή βάση 212 εκλέκτορες. Εξασφαλίζει ακόμα 67 (σύνολο 279), οι οποίοι όμως μπορεί και να μετακινηθούν την τελευταία στιγμή, ή τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς.
Οι σκληροί πυρήνες λοιπόν, ήταν την τελευταία εβδομάδα, 212 για τον Μπάιντεν που προηγείται και 125 για τον Τραμπ.
Οι κρίσιμες Πολιτείες
Δέκα εταιρείες στις έρευνές τους δίνουν νικητή τον Μπάιντεν, με διαφορές στα ποσοστά από 9%-12%. Ομως σημασία έχει η μάχη για τις Πολιτείες, δηλαδή για τους εκλέκτορες.
Οι κρίσιμες Πολιτείες την τελευταία εβδομάδα ήταν η Φλόριντα, η Τζώρτζια, η Βόρεια Καρολίνα, το Οχάιο και η Αϊόβα. Είναι όμως κρισιμότερη όλων των Τέξας, το οποίο φαίνεται να κερδίζει οριακά ο Τραμπ. Αν το χάσει, όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία.
Για πολλούς ερευνητές 10 είναι οι καθοριστικές Πολιτείες, με δεδομένο ότι σε κάποιες Πολιτείες τα πράγματα είναι πολύ εμφανή (δηλαδή δεν μπορεί να ανατραπεί το αποτέλεσμα), είτε υπέρ του Μπάιντεν, είτε υπέρ του Τραμπ: Φλόριντα, Πενσυλβάνια, Βόρεια Καρολίνα, Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν, Αριζόνα, Οχάιο, Αϊόβα, Τζώρτζια και Τέξας.
Το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων φαίνεται να είναι μεγάλο, έχουν ήδη ψηφίσει μερικά εκατομμύρια Αμερικανοί, είτε δια ζώσης είτε με επιστολή.

Το αμερικανικό σύστημα των εκλεκτόρων
Το εκλογικό σύστημα στις ΗΠΑ είναι αρκετά πολύπλοκο. Ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν εκλέγεται απευθείας από το λαό, αλλά από το Σώμα των Εκλεκτόρων. Κάθε μία από τις 50 Πολιτείες έχει έναν προκαθορισμένο αριθμό εκλεκτόρων, ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος της Πολιτείας. Πρακτικά οι Αμερικανοί πολίτες δεν ψηφίζουν Πρόεδρο αλλά προεδρικό εκλέκτορα. Ο οποίος φυσικά δηλώνει ποιόν υποψήφιο στηρίζει και εκπροσωπεί (σσ: Η ιδιομορφία είναι ότι ο εκλέκτορας ακόμα και την τελευταία στιγμή έχει το δικαίωμα να αλλάξει στρατόπεδο, ανεξαρτήτως της εντολής που έχει λάβει από τους ψηφοφόρους).
Ο συνολικός αριθμός των εκλεκτόρων είναι 538, όσα και τα μέλη του Κογκρέσου. Άρα, αυτός που θα εκλεγεί χρειάζεται 270 εκλέκτορες. Η κάθε Πολιτεία δεν εκλέγει ίσο αριθμό εκλεκτόρων, αλλά βάσει του πληθυσμού της. Έτσι η Καλιφόρνια π.χ. έχει 55 εκλέκτορες, το Τέξας 38, αλλά το Μέιν 3, το Νιου Χαμσάιρ 3 κο.κ. Όποιος υποψήφιος έρθει πρώτος στην κάθε συγκεκριμένη Πολιτεία έστω και κατά μία ψήφο, παίρνει το σύνολο των εκλεκτόρων. Έτσι π.χ. οι Δημοκρατικοί που κερδίζουν παραδοσιακά στην Καλιφόρνια παίρνουν και τους 55 εκλέκτορες, όπως οι Ρεπουμπλικάνοι στο Τέξας που παίρνουν και τους 38.
Δηλαδή εφαρμόζεται το πλειοψηφικό σύστημα για την εκλογή των εκλεκτόρων. Γι’ αυτό και βλέπουμε την αντίφαση, ο νικητής να έχει πάρει λιγότερα εκατομμύρια ψήφων από τον δεύτερο, αλλά εκλέγεται γιατί έχει πάρει περισσότερους εκλέκτορες. Ο Αλ Γκορ το 2000, αν και συγκέντρωσε μισό εκατομμύριο περισσότερες ψήφους από τον Μπους, δεν έγινε Πρόεδρος, γιατί ο Μπους είχε περισσότερους εκλέκτορες. Το ίδιο έγινε και το 2016. Ενώ η Κλίντον συγκέντρωσε κοντά δύο εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Τραμπ, ο Τραμπ έγινε Πρόεδρος. Οι Γκορ και Κλίντον κέρδιζαν μεγάλες Πολιτείες (π.χ. Καλιφόρνια των, 40 εκατομμυρίων), αλλά επειδή έχαναν σε πολλές μικρές είχαν λιγότερους συνολικά εκλέκτορες.
Το σύστημα αυτό συσπειρώνει τους εκλογείς μόνο στους δύο πρώτους υποψηφίους, μια και ο τρίτος είναι σχεδόν αδύνατο να επικρατήσει. Η συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι υποχρεωτική, γι’ αυτό και βλέπουμε τεράστιες κινητοποιήσεις, που απαιτούν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Στόχος είναι να πειστούν οι ψηφοφόροι να πάνε στην κάλπη υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου.
Όταν συγκροτήθηκαν σε ενιαίο κράτος οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά την Αμερικανική Επανάσταση του 1776, η κάθε Πολιτεία διαφύλασσε με πείσμα τα δικαιώματά της στην Ομοσπονδία. Οι συντάκτες του Συντάγματος του 1787 απέρριψαν ως λύση την εκλογή του Προέδρου από το Κογκρέσο –όπως γίνεται π.χ. στην Ελλάδα– επικαλούμενοι την αρχή διάκρισης των εξουσιών. Η αρχική ιδέα ήταν ότι το Σώμα των Εκλεκτόρων θα απαρτιζόταν μόνο από τους επιφανείς πολίτες τού κάθε συστατικού κράτους της Ομοσπονδίας. Αυτό θεωρείται σήμερα το μεγαλύτερο μειονέκτημα του συστήματος, γιατί ο Πρόεδρος δεν εκλέγεται απευθείας από το λαό, αλλά από τους «επιφανείς πολίτες» που στην συνέχεια δεν είναι επιφανείς αλλά απλώς εκλέκτορες, αν και πρέπει να είναι πρόσωπα που διαθέτουν κάποια επιρροή σε τοπικό επίπεδο.
Το κίνημα εναντίον του Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ που εξελέγη το 2016 με αντίπαλο την Χίλαρυ Κλίντον, είναι πράγματι ένας ιδιόρρυθμος πολιτικός. Ίσως και να είναι αυτός ο λόγος που πέτυχε να εκλεγεί, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ βίωναν τα απόνερα της κρίσης του 2008-2009, αλλά και της πολύ μεγάλης οικονομικής πίεσης από την Κίνα. Η θέση του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική» συγκίνησε εκατομμύρια ψηφοφόρους. Το ίδιο και η αντιπαράθεση του με την Κίνα και με την Γερμανία, λόγω των θέσεων εργασίας. Ο Τραμπ έβαλε δασμούς στους εμπορικούς ανταγωνιστές των αμερικανικών προϊόντων, καταφέρθηκε κατά των μεταναστών (υπονοώντας ότι παίρνουν θέσεις εργασίας από τους Αμερικανούς). Πήρε σκληρές θέσεις και για διάφορα κοινωνικά ζητήματα, όπως το δικαίωμα στην οπλοχρησία, οι αμβλώσεις, η αστυνομική βία… Ολα αυτά στήριξαν την δημοτικότητά του, τουλάχιστον του εξασφάλισαν την διατήρηση των ποσοστών του. Αρνήθηκε όμως να συνεχίσει και την πολιτική Ομπάμα στα θέματα υγείας και ασφάλισης, θέμα οξύ για την αμερικανική κοινωνία. Και αυτό ήταν το πρώτο θέμα που τον έφερνε σε αντίθεση με πολλά εκατομμύρια Αμερικανών. Ηρθε όμως το θέμα του κορωνοϊού, το οποίο όμως διαχειρίστηκε άτσαλα. Αυτό, σε συνδυασμό με το θέμα της Υγείας, έγινε ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα. Και έτσι η εκλογική μάχη έγινε ντέρμπι.
Στην ισχυρή Αμερική δεν υπάρχει βασική κάλυψη ιατρική για εκατομμύρια πολίτες. Η κρίση του κορωνοϊού ανέδειξε το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αμερικής. Το πόσο εύκολα μπορείς να μείνεις άνεργος και να τα χάσεις όλα. Η «αυτοκρατορία» γεννούσε πάντα εκατομμύρια δουλειές κάθε χρόνο. Τα τελευταία χρόνια όμως, η άνοδος των νέων οικονομικών δυνάμεων (Κίνα, Ινδία κ.ά.) δημιουργεί κρίσεις οι οποίες δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν. Η ανεργία αυξάνεται και τα κόλπα του Τραμπ μόνο περιστασιακά έκρυψαν τις μεγάλες παθογένειες. Πολλές αμερικανικές Πολιτείες δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι ανισότητες ήταν πάντα μεγάλες στις ΗΠΑ, αλλά τώρα πια και έχουν γίνει μεγαλύτερες, και οι ασθενέστερες τάξεις δεν βρίσκουν με την ίδια ευκολία δουλειά. Η ανασφάλεια έχει φέρει μίσος και διχασμό. Γι’ αυτό και οι διακηρύξεις του Τραμπ για τους μετανάστες, για κάθε ξένο (ακόμα και φοιτητές) είναι δημοφιλείς. Όλοι αυτοί παίρνουν τις δουλειές των Αμερικανών και είναι φορείς… τρομοκρατικών ιδεών.
Οι Αμερικανοί -λέει ο Τραμπ- πληρώνουν τους Ευρωπαίους, ειδικά τους Γερμανούς, συντηρούν το ΝΑΤΟ, πληρώνουν στρατό στην Μέση Ανατολή και στην Αφρική για την ασφάλεια των άλλων. Ολα αυτά έχουν απήχηση σε ένα σημαντικό τμήμα των Αμερικανών πολιτών. Ο Τραμπ κέρδισε άλλωστε με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» (America First).
Αυτό όμως το σύνθημα έδειξε και την αδυναμία. Γιατί η αμερικανική αυτοκρατορία, ήθελε να πετάξει από πάνω της κόστη που πλέον δεν μπορεί να καλύψει, αφού χάνει λεφτά αντί να κερδίζει. Η επεκτατική πολιτική έφτασε στα όρια της και αρχίζει η συρρίκνωση. Την ώρα που η Κίνα μοιράζει χρήμα, αγοράζοντας επιρροή, πλουτοπαραγωγικές πηγές και παραγωγικές δυνάμεις, στην Αφρική, στην Ασία, στην Ευρώπη, στην Αυστραλία και στην ίδια την αμερικανική Ήπειρο, ακόμα και στις ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Τραμπ και η κόρη του, πληρώνουν περισσότερους φόρους στην Κίνα από ότι στις ΗΠΑ.
Το κίνημα κατά της αστυνομικής βίας και υπέρ του δικαιώματος των μαύρων να έχουν την ίδια αντιμετώπιση, γιατί και «Η ζωή των μαύρων αξίζει», δημιούργησε σίγουρα ένα αντι-Τραμπ κίνημα. Ενώθηκαν όλοι εναντίον του Τραμπ. Ενώθηκε και το Δημοκρατικό Κόμμα. Το οποίο επέλεξε έναν κεντροδεξιό υποψήφιο τον Τζο Μπάιντεν (λόγω της συντηρητικής στροφής της αμερικανικής κοινωνίας, πρωτίστως λόγω των οικονομικών). Περιορίζοντας και πάλι τα πιο «αριστερά» στελέχη, όπως τον Μπέρνι Σάντερς ή την Αλεξάνδρια Κορτέζ (την νεότερη βουλευτή στο Κογκρέσο, η οποία μιλά ανοιχτά για σοσιαλιστικές απόψεις). Ολοι όμως, πλέον και η «κεντροαριστερή» πτέρυγα των δημοκρατικών, στηρίζουν Μπάιντεν για να φύγει ο Τραμπ. Μοναδική εξαίρεση η υποψήφια αντιπρόεδρος του Μπάιντεν, η Καμάλα Χάρις, η οποία ισορροπεί κάπως την κατάσταση, ικανοποιώντας και τους πιο αριστερούς ψηφοφόρους. Η στήριξη όμως στον Μπάιντεν έγινε με την δέσμευση ότι θα στηριχθεί ο νόμος του Ομπάμα για την υγειονομική κάλυψη και των ασθενέστερων. Και φυσικά η αδυναμία Μπάιντεν φαίνεται και από το γεγονός ότι στην προεκλογική εκστρατεία μετέχει ενεργώς και ο… Ομπάμα!
Οι προβλέψεις του Άλαν Λίχτμαν

Ο ιστορικός Α.Λίχτμαν πετυχαίνει από το 1980 να κάνει τη σωστή πρόβλεψη για τον νικητή των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ (Μόνο μία φορά δεν πέτυχε στην πρόβλεψή του, το 2000, όταν έκρινε ότι θα κερδίσει ο Γκορ. Όμως, αν ο Γκορ δεν εγκατέλειπε την προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο και συνεχιζόταν η καταμέτρηση των ψήφων στην Φλόριδα, θα ήταν τελικώς ο νικητής). Ο ίδιος έχει φτιάξει μια μέθοδο, ένα σύστημα 13 «κλειδιών», όπως τα λέει, δηλαδή 13 στοιχεία βάσει των οποίων κρίνει την πορεία των υποψηφίων. Ο Λίχτμαν το 2016 είχε προβλέψει σωστά ότι θα κερδίσει ο Τραμπ. Τώρα προβλέπει ότι θα χάσει ο Τραμπ. Γιατί είχε μια πολύ κακή θητεία, ιδίως σε ότι αφορά την πανδημία.
Άλαν Λίχτμαν: «Ο Ντόναλντ Τραμπ με συνεχάρη το 2016 επειδή προέβλεψα την εκλογή του, αλλά δεν κατάλαβε την σημασία των «κλειδιών», δηλαδή της διακυβέρνησης και όχι της προεκλογικής εκστρατείας. Αυτό μετράει στις εκλογές. Το 2019 ο Τραμπ κατείχε μόνο τα 4 από τα «κλειδιά», επομένως βρισκόταν δύο κλειδιά από την ήττα. Και βέβαια, όλα άλλαξαν στην Αμερική του 2020, με την χειρότερη πανδημία που γνωρίσαμε τα τελευταία 100 χρόνια, την κακή οικονομική διαχείριση και το κλίμα των κοινωνικών και φυλετικών προβλημάτων. Ο Τραμπ πέρασε από τα τέσσερα στα επτά λάθος «κλειδιά», και χρειάζονται μόνο έξι για να χάσει κάποιος τις εκλογές. Η κοινωνική αναταραχή και η κακή διαχείριση της οικονομίας θα τον σπρώξουν βίαια προς την ήττα. Ο Τραμπ θα γίνει, κατά συνέπεια, ο πρώτος Πρόεδρος των ΗΠΑ, από το 1992, που δεν θα επανεκλεγεί. Και δεν πρέπει να κατηγορεί κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του», δήλωσε ο ιστορικός.