Η κρΙση που μετά το 2008 συγκλονίζει την εθνική μας οικονομία είναι πρωτοφανής και παρατεταμένη. Η καθίζηση της ελληνικής οικονομίας εκδηλώνεται σε συνθήκες δραματικής επιδείνωσης των Δημοσίων Οικονομικών, με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την εκτόξευση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας σε αστρονομικά επίπεδα. Με κριτήριο τα εθνικολογιστικά στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Eurostat, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο χώρας εκτός της Ελλάδας, που επί οκτώ συναπτά έτη να βυθίζεται στο τέλμα της ύφεσης και ταυτόχρονα το δημόσιο χρέος να αυξάνει με ανεξέλεγκτους ρυθμούς. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η Οικονομική Επιστήμη έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια και το ιατρικό τιμ αποτελούμενο από το κουαρτέτο και το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο, με θρησκευτική ευλάβεια υιοθετούν τις μνημονιακές πολιτικές των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, μήπως και αναστηλωθεί η οικονομία του τόπου από τα ερείπια.
Στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου, το κουαρτέτο και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ομολογούν ότι κατά την διετία 2016-2017, αναμένεται η διεύρυνση του ρήγματος της ύφεσης της οικονομίας και η περαιτέρω αύξηση του κρατικού χρέους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα μπήκε στο τούνελ της ύφεσης το 2008, συνάγεται ότι την δεκαετία 2008-2017 η εθνική οικονομία θα εξακολουθεί να είναι καθηλωμένη στο έλος της ύφεσης. Μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες και αβέβαιο τοπίο της παρατεταμένης οικονομικής-δημοσιονομικής κρίσης, κυβέρνηση και κουαρτέτο προαναγγέλλουν την εφαρμογή επιπρόσθετων φορολογικών βαρών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά την περίοδο 2016-2018 τουλάχιστον 5,5 δις ευρώ (€). Ωστόσο, το ποσοτικό δεδομένο που προκαλεί φρίκη και απογοήτευση, είναι ότι την μνημονιακή περίοδο 2016-2018 το συνολικό κόστος για την ελληνική κοινωνία ενδέχεται να υπερβεί τα 20 δις €, καθότι εκτός των επιπρόσθετων φορολογικών βαρών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη το νέο ψαλίδισμα μισθών και συντάξεων και οι περικοπές άλλων κοινωνικών δαπανών.
Και ο πιο άσχετος πολίτης με το αντικείμενο της Οικονομικής Επιστήμης, αντιλαμβάνεται ότι η οικονομική ανάπτυξη της οποιασδήποτε χώρας του κόσμου, εξαρτάται άμεσα και καθοριστικά από την αύξηση των επενδύσεων σε πάγιο (υλικό) κεφάλαιο. Ναι μεν υπάρχει και η πλευρά του “ανθρώπινου κεφαλαίου”, όπως αυτή απεικονίζεται κυρίως στην ποιότητα του εργατικού δυναμικού μιας χώρας, ωστόσο με βάση τη μεθοδολογία του Συστήματος των Εθνικών Λογαριασμών (the National System of Accounts), στις Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου (ΑΕΠΚ) συνυπολογίζονται μόνο οι επενδυτικές δαπάνες σε υλικό (πάγιο) κεφάλαιο. Ο όρος “ακαθάριστες” υποδηλώνει ότι στο σύνολο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου συμπεριλαμβάνονται και οι “αποσβέσεις”. Ως “απόσβεση” λογίζεται η φθορά του κεφαλαίου, που θα πρέπει να αντικαθίσταται με την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων. Στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για την κατασκευή κτηρίων και κατοικιών, οι δαπάνες σε έργα υποδομής (λιμάνια, αεροδρόμια, οδικά δίκτυα, κ.ά.) και οι δαπάνες σε μηχανολογικό εξοπλισμό οργανισμών και επιχειρήσεων. Απεναντίας, οι δαπάνες για την αγορά μετοχών, κρατικών ομολόγων, κ.λπ., δεν θεωρούνται επενδύσεις από εθνικολογιστικής άποψης.
Η καίριας σημασίας στατιστική παρατήρηση, με την οποία θα ξεκινήσουμε την αυριανή μας ανάλυση, είναι ότι την περίοδο 2007-2015 οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου από 63,1 συρρικνώθηκαν σε 17,3 δις €, δηλαδή σημείωσαν μείωση της τάξης του -72,6%. Και το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι: Ποιος σώφρων νους πιστεύει ότι η ελληνική οικονομία έχει τις δυνατότητες να εισέλθει σε αναπτυξιακή πορεία, όταν κανένας σοβαρός επενδυτής δεν έρχεται να τοποθετήσει τα λεφτά του σε αυτή την έρμη χώρα; Τη χώρα του κομματικού και του κρατικοδίαιτου επιχειρηματικού κατεστημένου εξουσίας;