Είναι βέβαιο πως, μετά τους μαθητές –και δη τα παιδιά των μικρών ηλικιών- εκείνοι που έχουν ταλαιπωρηθεί περισσότερο από την πανδημία και το αποτυχημένο μακρύτερο lockdown στην Ευρώπη δεν είναι άλλοι από τους ανθρώπους της εστίασης: είτε μιλάμε για τους εργαζόμενους (κυρίως) είτε για τους επιχειρηματίες, ο λεγόμενος και «δεύτερος μεγαλύτερος εργοδότης στη χώρα μετά το Δημόσιο» πέρασε 6 εφιαλτικούς μήνες: ταβέρνες, μπαρ, καφετέριες και εστιατόρια έκλεισαν στις 3 Νοεμβρίου για να ανοίξουν μισό χρόνο μετά, στις 3 Μαΐου. Και αν κάτι αποδείχθηκε με την επανεκκίνηση του συγκεκριμένου κλάδου, αυτό είναι η αγωνία όλων μας να πάρουμε τη ζωή μας πίσω: εξάλλου, στην Ελλάδα, οι περισσότεροι αντιλαμβανόμαστε τη ζωή μας οργανωμένη γύρω από ένα τραπέζι –είτε είναι ένα τραπέζι με καφέ για να τα πούμε με τους ανθρώπους μας, είτε ένα τραπέζι με φαγητό για να απολαύσουμε ωραίες στιγμές με συγγενείς και φίλους που αγαπάμε.
Μαζί με τους ανθρώπους της εστίασης, τούτες τις μέρες που ο κλάδος κάνει ξανά τα πρώτα του βήματα, αναδεικνύεται και η λαχτάρα όλων ημών των υπολοίπων να κάτσουμε σε ένα τραπέζι και να πάρουμε τη ζωή μας πίσω. Μόνο που ο ιός υπάρχει, η κατάσταση στα νοσοκομεία παραμένει εφιαλτική και η πανδημία κάθε άλλο παρά τελείωσε. Μία πρόχειρη αυτοψία, λοιπόν, αυτών των ημερών, δείχνει ότι η λαχτάρα επανεκκίνησης της εστίασης που αφορά τόσο εμάς τους «πελάτες» όσο και τους εργαζόμενους και τους εργοδότες σ’ αυτή, φαίνεται πως σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σε πλημμελή τήρηση των μέτρων. Σε αρκετές περιπτώσεις πελάτες πίνουν το ποτό τους και στους εσωτερικούς χώρους των μαγαζιών, σε αρκετά τραπέζια βρίσκονται περισσότεροι από 6 άνθρωποι –ειδικά με την «πατέντα» των υποτιθέμενων ορθίων- ενώ οι αποστάσεις τόσο μεταξύ των συνδαιτημόνων του ίδιου τραπεζιού, όσο και μεταξύ των ξεχωριστών, κάθε άλλο παρά παραπέμπουν σε τήρηση των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό.
Βεβαίως, είπαμε: όλα αυτά είναι κατανοητά. Όλοι λαχταρούσαμε να ανοίξει η εστίαση. Όμως, η προσοχή πελατών, εργαζομένων και επιχειρηματιών στην ακριβή τήρηση των μέτρων είναι ένα ελάχιστο «τίμημα» που θα πρέπει να πληρώσουμε, ώστε να είμαστε βέβαιοι πως και σε έναν και σε δύο και σε τρεις μήνες από σήμερα θα μπορούμε να πάμε έξω να πιούμε τον καφέ μας ή να φάμε ένα πιάτο φαΐ.