Έτσι όπως γίνεται φανερό, μετά και την οριστική εγκατάσταση της υπόθεσης Novartis στο προσκήνιο, ότι θα πορευθούμε στις επερχόμενες εκλογές μέσα σε περιβάλλον βούρκου, αληθινά νομιμοποιείται κανείς να διερωτηθεί τι θα έχει απομείνει όρθιο όταν (και) αυτή η διαδρομή θα έχει ολοκληρωθεί.
Αλιεύσαμε άλλωστε – την στιγμή που ανταλλάσσονταν ακραίες κατηγορίες, με τον Αντώνη Σαμαρά να προαναγγέλλει μηνύσεις στον Άρειο Πάγο κατά του Πρωθυπουργού και κατά του εκλεκτού των κυβερνήσεων Καραμανλή και ήδη αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης (γνωρίζοντας ότι ποινικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να προκύψει, με δεδομένο το αυτάρεσκο δικαιϊκό μας περιβάλλον, αλλ’ ανεβάζοντας το θερμόμετρο μέχρις εκεί που σπάει), με τον Βαγγέλη Βενιζέλο να απαιτεί την δημοσιοποίηση, φύλλο-φτερό, του εισαγγελικού πορίσματος που διαβιβάστηκε στην Βουλή για ευθύνες υπουργών και Πρωθυπουργών (αποφαινόμενος ότι πλέον, η Ελλάδα δεν αποτελεί κράτος δικαίου στην υπόθεση Novartis) – μια τοποθέτηση που υπό κανονικές συνθήκες θα είχε γίνει πρωτοσέλιδη.
Μιλώντας σε εκδήλωση όπου το θέμα ήταν η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα, όπου άνοιξαν ζητήματα όπως η επιστροφή κεφαλαίων των Ελλήνων από το εξωτερικό ή η αναμόρφωση του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος – τέτοια πράγματα! – ο Κυριάκος Μητσοτάκης στράφηκε σε εκείνο που περιέγραψε «τοξικότητα και νοσηρότητα του πολιτικού κλίματος των τελευταίων ημερών» για να καταλήξει: «Η συναίνεση χρειάζεται απ’ όλες τις μεριές, αλλά δεν την έχουμε δει. Όταν η πολιτική ζωή βουλιάζει στην σκανδαλολογία και τις επιθέσεις, συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει».
Σταθήκαμε, λιγάκι σαστισμένοι, μπροστά στην τοποθέτηση – ακριβώς επειδή κινήθηκε τόσο έξω από το κλίμα των ημερών. Και ύστερα αναλογιστήκαμε πόσο, αυτές τις λίγες εβδομάδες, είχαμε συνεχείς ανατροπές στα μέτωπα αντιπαράθεσης ενόψει των εκλογών. Που, επαναλαμβάνουμε, ούτως ή άλλως επέρχονται.
Θυμίζουμε: υπήρχε η αντιπαράθεση Δεξιάς-Αριστεράς, που είχε δώσει στην στροφή του 2012-2015 την αντιπαράθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο. Ετούτη η τελευταία ξεπεράστηκε στην πράξη πάντως με την ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα του ΄15- ΄16, όσο κι αν από κεκτημένη ταχύτητα πολλοί κάνουν αναφορά σ’ αυτήν. Η επάνοδος όμως του Μακεδονικού στο προσκήνιο επανάφερε την άλλη μείζονα αντιπαράθεση – οριζόντια κι αυτή στις πολιτικές δυνάμεις – μεταξύ, ας πούμε, εθνικοφροσύνης και γεωπολιτικού ρεαλισμού. (Αυτό, έδειξε προς στιγμήν να επανεγκαθιστά το «Δεξιά-Αριστερά» με τον πιο παλιοκαιρινό τρόπο: η στροφή Μητσοτάκη εκεί που οδηγούσαν την Αξιωματική Αντιπολίτευση τα δεξιο-δεξιά αντανακλαστικά του κόσμου των συλλαλητηρίων – που δείχνει ως κοινό να φιλοξένησε κυρίως οπαδούς του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του 2015, όμως!… – κάτι τέτοιο πήγε να σφραγίσει).
Τώρα όμως, με την επαναφορά στο κλίμα 1989-91, έρχεται μπροστά μας η άλλη αντιπαράθεση: παλιότερων και πιο καινούργιων αντανακλαστικών του πολιτικού συστήματος. Όπου επί Κοσκωτικών και επί εξοπλιστικών – οι πολύ παλιότεροι θα θυμούνται και τις υποθέσεις των βραχωδών, ή και πίσω-πίσω των σκανδάλων των πετρελαίων ή της κινίνης… – εκείνο που τώρα εγκαθίσταται μπροστά μας είναι μια ακόμη διχοτομία. Που οι υψηλές κραυγές και η αχλύς του ποινικού, του Ειδικού Δικαστηρίου άμα το πράγμα προχωρήσει, θα την κάνουν βαθύτατα. Το έχουμε ξαναζήσει. Και, στην επόμενη σοβαρή κρίση, άντε να αναζητάς σωστική συναίνεση.