Από την ημέρα που ανακοινώθηκε η αναγκαστική «έξωση» -λόγω της εφαρμογής της περίφημης «Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής»- δεκάδων χιλιάδων υποψηφίων από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα επιχειρήματα που ακούμε από την πλευρά της κυβέρνησης εστιάζονται όχι σε εκείνους που δεν κατάφεραν να μπουν, αλλά στο πόσοι αποφοιτούν από τα πανεπιστήμια κάθε χρόνο.
«Κοιτάμε πόσοι μπαίνουν, αλλά δεν κοιτάμε πόσοι βγαίνουν», είναι η μόνιμη επωδός όλων των στελεχών που απαρτίζουν την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αλλά και πολλών «γαλάζιων» βουλευτών που υπερασπίζονται τον αποκλεισμό δεκάδων χιλιάδων παιδιών από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Το πρόβλημα, όμως, είναι πως αυτό το «επιχείρημα» αναδεικνύει τον απολύτως στρεβλό τρόπο που αντιμετωπίζει το θέμα η κυβέρνηση: για παράδειγμα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το πόσοι «βγαίνουν» από ένα πανεπιστήμιο δεν δείχνει (μόνο) το χαμηλό επίπεδο όσων μπήκαν, αλλά ίσως και την αδυναμία του ίδιου του πανεπιστημίου να μεταλαμπαδεύσει γνώσεις και να εγείρει το ενδιαφέρον των φοιτητών, ώστε να προχωρήσουν στις σπουδές τους.
Συν τοις άλλοις, όσοι έχουν στοιχειώδη επαφή με την εκπαίδευση, γνωρίζουν ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα παιδιά «μεταμορφώνονται»: υπάρχουν, μ’ άλλα λόγια, αριστούχοι μαθητές που, όταν μπήκαν σε μία σχολή, ξαφνικά η επίδοσή τους έπεσε, έχασαν κάθε ενδιαφέρον για τις σπουδές τους και η εξέλιξή τους δεν είχε καμία σχέση με εκείνη που προδιαγραφόταν. Στον αντίποδα, υπάρχουν παιδιά που μπαίνουν «με το ζόρι» σε μία σχολή, βρίσκουν ενδιαφέρον, «στρώνονται», διαβάζουν και γίνονται υποδείγματα «αριστείας».
Η δουλειά της Πολιτείας, λοιπόν, δεν είναι να «απεγκλωβίζει» (sic) -κατά την επονείδιστη έκφραση της υπουργού Παιδείας- νέους από την ανώτατη εκπαίδευση, αλλά να δίνει σε όσο το δυνατόν περισσότερους την ευκαιρία να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ