Μετά από 5 χρόνια πλεονάσματα η αγορά συνεχίζει να υποφέρει! – ΓΣΕΒΕΕ: Νέες πιέσεις για την αγορά από τους υψηλούς στόχους του προγράμματος
Η επιδίωξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ αναμένεται να συμπιέσει επιπρόσθετα τον ιδιωτικό τομέα, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ αντίστοιχα, τα περιθώρια για άσκηση πολιτικών κοινωνικής προστασίας και προώθηση των προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων παραμένουν περιορισμένα, αναφέρει η ΓΣΕΒΕΕ, σχετικά με το προσχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2018.
Παράλληλα, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας θεωρεί αξιοσημείωτο ότι ενώ η ελληνική οικονομία κατορθώνει να επιτύχει θετικό δημοσιονομικό πλεόνασμα για 5ο συνεχές έτος, εξερχόμενη φέτος από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, εντούτοις παραμένουν αδικαιολόγητα ανοιχτές εκκρεμότητες σχετικά με τη ρύθμιση του χρέους, την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τη ρύθμιση οφειλών και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων προς τον ιδιωτικό τομέα για τις οποίες κάθε νέα καθυστέρηση εκ μέρους των θεσμών, οδηγεί σε απώλειες αναπτυξιακής δυναμικής και ανταγωνιστικότητας, και περιορίζει τις προοπτικές της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Όπως επισημαίνεται από την Συνομοσπονδία, παρά το θετικό πρόσημο μεγέθυνσης, υπάρχει αδυναμία διάχυσης και πολλαπλασιασμού των θετικών επιδράσεων στο σύνολο της εγχώριας επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα της μικρομεσαίας καθώς και των νοικοκυριών.
Φόροι και εισφορές
Ένα από τα σημαντικότερα σημεία που χρήζει ιδιαίτερης μνείας αφορά την αναδιάρθρωση που σημειώθηκε στο σκέλος των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων. Σύμφωνα με την ΓΣΕΒΕΕ, η εκτέλεση προϋπολογισμού 2017 κατέδειξε ότι τα φορολογικά έσοδα βρέθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα των στόχων, γεγονός που υπερκεράστηκε από την αύξηση εσόδων του νέου ασφαλιστικού συστήματος.
Μία παραδοχή που όπως αναφέρει η ανάλυση της, επιβεβαιώνει την επίσημη τοποθέτηση της Συνομοσπονδίας, που είχε αναφερθεί στην ανάγκη προσαρμογής του νέου ασφαλιστικού σε χαμηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης, ώστε να μην επηρεαστούν τα φορολογικά έσοδα (καθώς ενεργοποιήθηκαν τα κίνητρα για φοροαποφυγή- φοροδιαφυγή), αλλά και να μη συμπιεστούν οι επιχειρήσεις με υπέρογκες ασφαλιστικές χρεώσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι αναλυτές της ΓΣΕΒΕΕ, φτάνουν στο συμπέρασμα, ότι παραμένει αναποτελεσματικό το μίγμα φόρων- εισφορών, και απαιτείται μια σημαντική αναδιάταξη ώστε το δίκαιο (χρέωση σύμφωνα με το εισόδημα) να συνδεθεί με το βιώσιμο (λογικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις για την αναπαραγωγή της επιχείρησης).
1) Αν και οι μακροοικονομικές προβλέψεις είναι θετικές, ωστόσο παραμένει ασθενική η θετική επίπτωση στις μικρές επιχειρήσεις, και τα νοικοκυριά (1% ιδιωτική κατανάλωση, με προσδοκίες χαμηλότερου αφορολόγητου και μείωσης φοροαπαλλαγών). Αναμφίβολα, η αύξηση των έμμεσων φόρων, με την αντίστοιχη μείωση των άμεσων φόρων (έναντι των προβλέψεων του ΜΠΔΣ) αποτελεί μια συνθήκη που δεν ευνοεί τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα φτωχότερα νοικοκυριά, τις μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους.
2) Η σταδιακή μείωση της ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης επηρεάζουν θετικά την κατανάλωση, όμως η διάρθρωση της αγοράς εργασίας παραμένει προβληματική και οι μισθοί βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Η πρόβλεψη για τη μείωση της απασχόλησης είναι αρκετά συντηρητική (22% ανεργία σε ετήσια βάση), εκφράζοντας ουσιαστικά τις επιφυλάξεις της διοίκησης για τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, υπό το πρίσμα των υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων.
3) Η εξάρτηση από τις επιδόσεις του γ’ τριμήνου ως προς τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, δείχνει ότι η ελληνική οικονομία παραμένει εύθραυστη και τούτο απαιτεί την αξιοποίηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας επιπρόσθετων του κλάδου τουρισμού, ώστε οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης να καταστούν βιώσιμοι σε βάθος 3ετίας και να διαχυθούν στο σύνολο της οικονομίας. Σύμφωνα με την ΓΣΕΒΕΕ, απαιτείται ένα μίγμα προώθησης επενδυτικών πολιτικών, με σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών και την προώθηση επενδύσεων σε κλάδους με διεθνή εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και σε κλάδους που δυνητικά λειτουργούν ως φορείς υποκατάστασης των εισαγωγών.
4) Η έλλειψη ρευστότητας για τις επιχειρήσεις καθιστά το στόχο ενεργοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων ανενεργό, καθώς ούτε ο τραπεζικός τομέας διαθέτει χρηματοοικονομικά προϊόντα προσαρμοσμένα στις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ούτε έχουν ενεργοποιηθεί άλλα εργαλεία χρηματοδοτικής στήριξης (όπως ΕΤΕΑΝ, Αναπτυξιακή τράπεζα, μικροχρηματοδότηση).
5) Η ματαίωση της ρύθμισης για τη θεσμοθέτηση ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού, επιβραδύνει την επιστροφή στην κανονικότητα για πλήθος επιχειρήσεων, αλλά δυσχεραίνει και την αποκατάσταση της ισορροπίας στο τραπεζικό σύστημα, καθώς όσο προχωρούν οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις προτιμώνται στην αγορά οι άμεσες εγχρήματες πληρωμές και άλλοι εναλλακτικοί τρόποι εξόφλησης για τη διεκπεραίωση οικονομικών συναλλαγών.
6) Η καθυστέρηση ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, που δε συνάδει με την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης, αποτελεί μια επιπρόσθετη συνθήκη αναστολής της επιστροφής στην κανονικότητα για πολλές επιχειρήσεις με εξωστρεφές προσανατολισμό. Λειτουργεί ανασχετικά στην πλήρη άρση των capital controls και συντηρεί ένα αρνητικό μακροοικονομικό προφίλ, παρά την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και την είσοδο σε τροχιά ανάκαμψης.
7) Για το χρέος, επισημαίνεται ότι παραμένει η δέσμευση της χώρας για πρωτογενή πλεονάσματα ύχους 3,5% για τα επόμενα 5 χρόνια προκειμένου να καταστεί βιώσιμο, ενώ δεν έχουν οριστικοποιηθεί, ούτε με το μορφή υπόσχεσης τα μέτρα μεσοπρόθεσμης αναδιάρθρωσης.
8) Στο σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, η δημόσια χρηματοδότηση παραμένει στα ίδια επίπεδα με το 2017, αλλά η πρόκληση για τη δημόσια διοίκηση είναι η έγκαιρη εκταμίευση και ολοκλήρωση των προγραμμάτων, είτε αυτά αφορούν τα καθεστώτα του αναπτυξιακού νόμου, είτε αφορούν το πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2015-2020.
9) Πρέπει να αναθεωρηθεί η προβλεπόμενη μείωση χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κατά 576 εκατ. Με αυτή την πρόβλεψη μείωσης της συμμετοχής του κράτους απειλείται άλλωστε η ομαλή μετάβαση στο νέο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, το οποίο αποτελεί μια σημαντική παρέμβαση στον τομέα υγείας. Στα παραπάνω, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη νέα ρύθμιση σχετικά με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών από το 2017 για τις ιατρικές δαπάνες των νοικοκυριών. Σε αντιδιαστολή, κρίνεται θετικά η πρόβλεψη για καταβολή κοινωνικού μερίσματος και βελτίωσης του μηχανισμού απόδοσης του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης.
10) Για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, το 2018 αναμένεται να αυξηθεί το καταγεγραμμένο πλεόνασμα των ασφαλιστικών ταμείων, γεγονός που εν μέρει οφείλεται (κατά 206 εκ.) στην εφαρμογή των προγραμματισμένων ρυθμίσεων ληξιπρόθεσμων οφειλών.