Tου ΑΝΤΏΝΙΟΥ Δ. ΣΥΡΙΓΟΥ*
Το 1982, ως φοιτητές της Νομικής Σχολής του Παν/μίου Θράκης, παρακολουθήσαμε την διάλεξη ενός Γερμανού καθηγητού με θέμα όπως ο τίτλος του άρθρου μου. Αρχικά διερωτηθήκαμε πώς σχετίζονται αυτές οι δύο έννοιες. Αργότερα το αντιληφθήκαμε. Φυσικά και σχετίζονται αφού αφορούν την κατανομή και διευθέτηση του χώρου, δημόσιου και ιδιωτικού, την ζωή και λειτουργία της πόλης και τις αντιλήψεις που καθορίζουν αυτά τα θέματα.
Μια βόλτα στην ιστορία ίσως μας πείσει. Πώς είχαν δομηθεί οι αρχαίες, μεσαιωνικές κ.ά. πόλεις ή πως έχουν δομηθεί και δομούνται οι νεότερες και σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Ακόμη που αποσκοπούν οι εκάστοτε πολεοδομικές παρεμβάσεις στον ιστό των πόλεων. Ποια σχέδια είχαν στο μυαλό τους οι μεγάλοι δικτάτορες, η ευεξήγητη μανία για το μνημειώδες γενικώς και πάει λέγοντας (βλ. και ΧΑΡΤΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ 1933-1943 με διχοστασίες έως της σήμερον).
Αυτές τις σκέψεις είχα στο μυαλό μου γύρω από την πολεοδομία και την πολιτική τέλος πάντων, όταν ήρθε να το ταράξει, το μεγαλεπήβολο σχέδιο “του μεγάλου περιπάτου των Αθηνών”.
Αρχικά το είδα με καλό μάτι. Κάτι η έλλειψη πεζοδρόμων και η μονοπώληση του δημόσιου χώρου από το αυτοκινήτο, κάτι οι υπερβολές των διαδηλώσεων με τα γνωστά ξεσπάσματά τους εις βάρος της ζωής και της ακεραιότητας πολλών συμπολιτών μας αλλά και άλλων αγαθών, όπως της ιδιοκτησίας ή της κυκλοφορίας, κάτι η ρύπανση, κάτι η σκαιά συμπεριφορά και η έλλειψη σεβασμού στους αναξιοπαθούντες συμπολίτες μας. Ε, σκέφτηκα κάτι έπρεπε να γίνει, και άργησε μάλιστα, στην πολύπαθη Αθήνα.
Μετά άρχισαν να εμφανίζονται δεύτερες σκέψεις στο νου μου, που με καθιστούσαν πιο επιφυλακτικό στο εγχείρημα. Η ύπαρξη του νοσηρού αυτού κλίματος δεν δικαιολογεί “την σβελτάδα”… εν μέσω κορωνοϊού των εμπνευστών του περιπάτου. Τουναντίον την καθιστά μάλλον ύποπτη, αν σκεφτεί κανείς πως δεν έγινε η αναγκαία συζήτηση με τους πολίτες, δεν εδόθησαν οι κατάλληλες εξηγήσεις, γιατί αυτό και όχι εκείνο, το πληθωρικό των δαπανών κ.ά.
Οι σκέψεις αυτές με βάρυναν περισσότερο, όταν “ο περίπατος” περιέργως συνέπεσε και με κυβερνητικό νομοσχέδιο για τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις, όπου μεταξύ των άλλων θεσπίζεται και η αντικειμενική αστική ευθύνη των διοργανωτών. Ελπίζω να μην επεκτείνεται κάτι τέτοιο και σε ποινικές ευθύνες, οι οποίες είναι ατομικές των αυτουργών και μόνον και συνεπώς θα ήταν παράνονομο (όχι ότι τα θεσπιζόμενα είναι νόμιμα, απλά αυτή η περίπτωση είναι η πιο κραυγαλέα).
Πως θα διεξάγονται, λοιπόν, οι διαμαρτυρίες; Στους πεζοδρόμους του “μεγάλου περιπάτου” μεταβαλλόμενες κι αυτές σε “περίπατον”; Στο οδόστρωμα της κυκλοφορίας των οχημάτων; Μήπως και στα δύο ή κάπου αλλού, ή πουθενά ενδεχομένως, ως επιβλαβείς και ενοχλητικές; Ποιος θα το κρίνει και πως θα ελέγχεται άμεσα και ουσιαστικά η κρίση του;
Το κακό είναι ότι οι υπερβολές και οι καταχρηστικές ασκήσεις των δικαιωμάτων του παρελθόντος έχουν καταστήσει την κοινωνία ευεπίφορη σε τέτοιου είδους
σχετικοποιήσεις των πολιτικών ελευθεριών, σε σημείο να τις βλέπει μάλλον με καλό μάτι παρά τα όσα διατείνεται η αντιπολίτευση. Αυτό είναι το σημείο που θα δοθεί η μάχη και μάλλον ήδη την έχουν κερδίσει οι Μητσοτάκης- Μπακογιάννης και Σία.
Η επίκαιρη εκμετάλευση του ενυπάρχοντος κλίματος και η αποφασιστικότητά τους, αντί της αναβλητικότητας που αναδύεται από τις εγγενείς αντιφάσεις των αντιπάλων τους, τους προσδίδει το μέγιστο πλεονέκτημα.
Το ζήτημα θα ήταν όμως απλό αν αφορούσε μόνο την σύγκρουση των πολιτικών κομμάτων. Κάποιος θα “κέρδιζε” και θα τέλειωνε εκεί. Όμως, ο περιορισμός των πολιτικών ελευθεριών, η διαχείριση του δημόσιου χώρου κατά “τές συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων”, ο έλεγχος της ζωής της πόλης και των πολιτών (διότι περί αυτού πρόκειται, αν συνυπολογισθούν και οι εκατοντάδες κάμερες που ασμένως έχουν δεχθεί οι πολίτες την εγκατάστασή τους εν ονόματι της ασφάλειας) είναι ζητήματα που καταδεικνύουν την σύνδεση της δημοκρατίας με την πολεοδομία και τούτο πιστεύω ότι γίνεται πλέον ευκόλως αντιληπτό, όπως και το διακύβευμά τους.
Γι ́ αυτό πρέπει να απαντήσομε στο ερώτημα, καθορίζοντας την στάση μας και όχι με δικά μου λόγια, “θα πρέπει άραγε ο πολίτης, έστω και για μια στιγμή ή στον ελάχιστο βαθμό, να εγκαταλείπει την συνείδησή του στον νομοθέτη; Τότε γιατί κάθε άνθρωπος έχει συνείδηση; Πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε πρώτα άνθρωποι και ύστερα υπήκοοι…” (H.B.Thoreau). Εξ άλλου δυστυχώς, όπως είναι γνωστό, auctoritas non veritas facit legem, όπως θα έλεγε και ο κ.Χρυσοχοίδης.
Όμως οι νομοθετούντες και πολεοδομούντες πολιτικοί, μέσα στον άκρατο υποκειμενισμό που τους διακρίνει και την αντίληψη ότι έχουν το αλάθητο, λησμονούν ότι μπορεί κι αυτοί να πέσουν θύματα των περιστάσεων στο μέλλον από κάποιο αυταρχικό καθεστώς, τον περίπατο του οποίου προετοιμάζουν, τροφοδοτώντας τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, ενσπείρωντας τον τρόμο και ευτελίζοντας με τις κακοήθειες και τις αλληλοκατηγορίες τους θεσμούς.
ΣΥΡΑ, 04-07-2020 * Δικηγόρος