Συνεχίζοντας την περιπλάνησή μας ανά την ζούγκλα των συζητήσεων για την συνταγματική αναθεώρηση και το ενδεχόμενο να κληθει η κοινή γνώμη, δηλαδή οι κοινοί θνητοί – που μια φορά τα τόσα χρόνια αναγορεύονται σε «υπό στενήν έννοια λαό» και συνεπώς (υποτίθεται ότι) έρχονται να θεμελιώσουν την άσκηση της εξουσίας δια της κάλπης – να έχουν άποψη και να την εκφράσουν, αφού είδαμε ορισμένα από τα βασικά ενδεχόμενα της αναθεώρησης σταθήκαμε σε εκείνο που ο Θανάσης Διαμαντόπουλος πρόσφατα αποκαλούσε «συνταγματική σοφία και σωφροσύνη» των κύριων πολιτικών δυνάμεων. Και που… χρωματίζει την ουσία αυτής της συζήτησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσέρχεται με την πρόταση/αίτημα της συνταγματικής καθιέρωσης της ολοσχερούς αναλογικής ως παγίου εκλογικού συστήματος (πρόταση που αντιστοιχεί στην διαχρονική άποψη της Αριστεράς, η οποία βέβαια έγινε «πρώτη φορά Αριστερά στην Κυβέρνηση» με το βολικό σύστημα της ενισχυμένης, με πριμ έως και 50 εδρών). Ο Διαμαντόπουλος σωρεύει παραδείγματα από την Ευρωπαϊκή πρακτική που δείχνουν μέχρι πού μπορεί να φθάσουν – στον χώρο του παραδόξου – σε αποτελέσματα αυτής της επιλογής. Πρώτιστα όμως θυμίζει τι δίνει από πλευράς διαπραγματεύσεων ή χειρισμών πολιτικής κουζίνας – και πάντως καθυστερήσεων, συμβιβασμών, εκκρεμοτήτων – η αναλογική. Αλλά και τι σημαίνει «πάγιο εκλογικό σύστημα» άμα μπει στον ζουρλομανδύα ενός αυστηρού Συντάγματος…
…Ε, την «απάντηση» σ’ αυτό φαινομενικά θάδινε η «συνταγματική σοφία» της Ν.Δ.: να συμφωνήσουν τα μεγάλα κόμματα (με 180 ψήφους συνολικά) ώστε να καταστεί αναθεωρήσιμο το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων με 151 ψήφους στην επόμενη Βουλή. Ξεκινώντας από την δεύτερη αυτή προσέγγιση – που, βέβαια, προήλθε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δημοσκοπικά προβαλλόμενο ως επικρατέστερο να οδηγήσει την επόμενη Βουλή… – επιστρέφει κανείς στο μόνο στοιχείο αληθινής σωφροσύνης της Καραμανλικής λογικής αναθεώρησης. Την επιταγή να αποφαίνονται επί της ανάγκης αναθεώρησης και επί του περιεχομένου της δυο διαδοχικές Βουλές. Το να αφήνεται η αναθεώρηση στην ευκαιριακή πλειοψηφία μιας Βουλής, αν και δεν απουσιάζει ως πρακτική από Ευρωπαϊκές χώρες, υπό τις γνώριμες συνθήκες ενθουσιασμού και απογοητεύσεων που χαρακτηρίζουν τον Ελληνικο δημόσιο βίο υπόσχεται περίεργα πράγματα.
Πάντως, πάντα ακολουθώντας την αναζήτηση της κατά Διαμαντόπουλο «συνταγματικής σοφίας και σωφροσύνης» (ή, ειλικρινέστερα της έλλειψής της…), φθάνει κανείς στο ένα κοινό σημείο των δυο μεγάλων πολιτικών χώρων: ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. (Ζητούμε συγγνώμη από την ΔηΣυμπ, ακόμη περισσότερο από τον Βαγγέλη Βενιζέλο. Όμως – και σ’ αυτή την συζήτηση – οι αριθμοί που προκύπτουν από την λαϊκή ψήφο παίζουν τον ρόλο τους. Οι υψηλές νότες των επιχειρημάτων και οι αναμνήσεις ισχύος, λιγότερο). Και στους δικούς του κινδύνους, άλλωστε. Πρόκειται για την συμφωνία ότι το καθεστώς διάλυσης της Βουλής, όταν αυτή δεν καταφέρνει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας (με 200, 200, 180 έδρες στην πρώτη σειρά ψηφοφοριών), ενώ στην επόμενη Βουλή με 180, 151, σχετική πλειοψηφία, το καθεστώς αυτό πρέπει να καταργηθεί.
Και να αντικατασταθεί με κάτι που να εμπλέκει άμεσα τον λαό, την λαϊκή ψήφο. Εκείνο που αναδεικνύεται, εδώ, είναι το είδος εντάσεων που θα δημιουργούσε η ύπαρξη ΠτΔ με άμεση αναγωγή στην λαϊκή βούληση, μεταξύ του ίδιου και της κοινοβουλευτικά αναδεικνυόμενης Κυβέρνησης. Αλλά και η πρακτική «προεκλογικής εκστρατείας» από μέρους των μελλόντων/ελπιζόντων να εκλεγούν Προέδρων.
Αντί να βελτιώσουμε, κινδυνεύουμε – συναινετικά – να δημιουργήσουμε νέο κύκλο προβλημάτων. Είναι αυτό επιχείρημα να ΜΗΝ υπάρξει ευρύτερη διαβούλευση; Να ΜΗΝ επιχειρηθεί δημοψηφισματική τοποθέτηση (και.. ανάληψη ευθύνης) από την κοινή γνώμη/λαό; Το «Ναι» σ’ αυτό το ερώτημα θα επιβεβαίωνε την άποψη περί ανωριμότητας, ρηχότητας κλπ. Του λαού. (Ενώ οι Πατέρες του ΄Εθνους, απέδειξαν την δική τους ωριμότητα και βάθος σκέψης και ευθύνης).