Αυτό που έμεινε από το δημόσιο debate αυτών των ημερών για το σκάνδαλο Novartis είναι το αν… η δωροδοκία εντάσσεται στα καθήκοντα ενός υπουργού ή όχι. Πίσω, όμως, από τον άκομψο και άστοχο τρόπο που βρήκε ο Χαράλαμπος Αθανασίου για να διατυπώσει την νομική του άποψη, κρύβεται μία αντιπαράθεση ουσίας.
Ας τα πάρουμε, όμως, όλα από την αρχή: το Σύνταγμα ορίζει ότι αν ένας υπουργός υποπέσει σε κάποιο αδίκημα, θα τιμωρηθεί γι’ αυτό μόνο αν εντοπιστεί ως «το πέρας της δεύτερης κοινοβουλευτικής συνόδου της επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου μετά την τέλεση του αδικήματος».
Αυτός είναι ο περίφημος νόμος περί ευθύνης υπουργών, του οποίου η αναθεώρηση προωθείται από την παρούσα Βουλή.
Ωστόσο, στην παρούσα Βουλή δεν ψηφίστηκε μόνο η κατάργηση της προθεσμίας παραγραφής των αδικημάτων των υπουργών, αλλά ταυτόχρονα η κυβερνητική πλειοψηφία έθεσε στις προς αναθεώρηση προτάσεις και μία ερμηνευτική δήλωση: μία δήλωση που προβλέπει ότι η Βουλή θα εξετάζει μόνο τα αδικήματα που τελέστηκαν «κατά την άσκηση των καθηκόντων» των υπουργών και όχι «επ’ ευκαιρία της άσκησης». Δηλαδή, η Βουλή θα έχει άποψη μόνο για τα αδικήματα που προήλθαν από τα καθήκοντα που υπαγορεύει το αξίωμα του υπουργού και όχι για τα υπόλοιπα. Αν, για παράδειγμα, ένας υπουργός δολοφονήσει κάποιον όσο είναι υπουργός, θα πάει κατευθείαν στο φυσικό του δικαστή, όπως κάθε πολίτης.
Η συγκεκριμένη ερμηνευτική δήλωση πήρε 175 ψήφους στην μία ψηφοφορία και 179 στην άλλη. Άρα, αν δεν πάρει στην επόμενη Βουλή 180 ψήφους, δεν περνάει.
Σημειωτέον ότι αν περάσει αυτή η ερμηνευτική δήλωση, τότε οτιδήποτε παράνομο βρεθεί σε σχέση με την υπόθεση Novartis θα οδηγήσει κανονικά σε τιμωρία των υπευθύνων, καθώς η δωροδοκία θα θεωρείται «επ’ ευκαιρία» και όχι «κατά την άσκηση» των καθηκόντων.
Ευάγγελος Βενιζέλος, Χαράλαμπος Αθανασίου και γενικά η ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής υποστηρίζουν την συνταγματική ερμηνεία που λέει ότι η δωροδοκία τελείται «κατά την άσκηση των καθηκόντων». Μένουν, έτσι, σε μία στενή συνταγματική ερμηνεία, η οποία, όμως, οδηγεί στην… παραγραφή.
Με άλλα λόγια, η συζήτηση δε θα έπρεπε να είναι αν η έννοια «κατά την άσκηση των καθηκόντων» είναι ισχυρότερη απο την έννοια «επ’ ευκαιρία των καθηκόντων». Η συζήτηση θα έπρεπε να είναι ότι προκειμένου να μην υπάρξει καμία παραγραφή, η στενή ερμηνεία του Συντάγματος μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, ακόμη κι αν χρειαστεί μία «κατά συνθήκην» ερμηνεία της έννοιας της «άσκησης των καθηκόντων». Κι αυτό προκειμένου το πολιτικό σύστημα να αποδείξει εμπράκτως ότι αναγνωρίζει το αυτονόητο: πως οι πολιτικοί πρέπει να είναι ενώπιον της Δικαιοσύνης τόσο «ίσοι» όσο όλοι οι υπόλοιποι πολίτες. Ειδάλλως δεν μιλάμε για προσήλωση στο Σύνταγμα, αλλά για συνταγματικό κυνισμό.