Επίσης, δικαιολογημένες είναι και έντονες αντιρρήσεις τους, επισημαίνοντας τους κινδύνους για την έξαρση φαινομένων διαφθοράς και αδιαφάνειας στις κρατικές δαπάνες και τη σωρεία παρανομιών, αφού κάθε χρόνο «κόβουν» έξοδα και κονδύλια καταφανώς παράνομα.
Με τρόμο γράφω όλα αυτά, διότι θυμήθηκα ότι το 1984, με το Νόμο 1489/1984, άρθρο 34, καταργήθηκε, κατά πρώτον, ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των δημόσιων δαπανών πριν από την πληρωμή τους, που είχε κατοχυρωθεί συνταγματικά πριν από πολλές δεκαετίες, και, κατά δεύτερον, με το άρθρο 10 του Νόμου 1816/1988, ο εναπομείνας έλεγχος επί των δαπανών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από τους παρέδρους (ασκούμενος από 1.1.1989 από τους δικαστικούς υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου).
Σημειώνω ότι και οι δύο καταργητικές διατάξεις, θεωρήθηκαν και τότε από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως αντισυνταγματικές, αλλά φευ! Και από τότε και λίγα χρόνια μετά ήρθε η συντέλεια στους κρατικούς προϋπολογισμούς από τη «βροχή» επιδομάτων, κοινωνικών παροχών, κυρίως για κομματικές σκοπιμότητες.
Αναφέρω ως παράδειγμα μερικές διαπιστώσεις Πρακτικών της 27ης γενικής συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που παρουσιάσθηκαν στη Βουλή στις 15 Νοεμβρίου 1989 για τον Απολογισμό και το Γενικό Ισολογισμό του κράτους του οικονομικού έτους 1988, αλλά επί ματαίω. Μεταξύ πολλών άλλων επισημαινόταν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 1988 δίδονταν υποσχέσεις, αναλαμβάνονταν υποχρεώσεις και πραγματοποιούνταν δεσμεύσεις για δαπάνες, για τις οποίες όμως τα εντάλματα και οι πληρωμές πραγματοποιούνταν τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του… επόμενου έτους, ότι κατά παράβαση του άρθρου 79, παράγραφος 2 του Συντάγματος, στην οικονομική διαχείριση του 1988, με 12 υπουργικές αποφάσεις εκδόθηκαν έντοκα γραμμάτια ύψους 492 δις δραχμών, από τα οποία μόνο τα 439 δις δραχμές… εμφανίσθηκαν στα έσοδα του προϋπολογισμού, ότι έγιναν πληρωμές και επιστροφές 58,5 δις δραχμών «που δεν κατονομάζονται και, συνεπώς, κρίνονται παράνομες».