Δύσκολο έτος το 2016, που με σε συνδυασμό με την καθυστέρηση στο κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, φέρνει πιο κοντά την πιθανότητα τέταρτου Μνημονίου, αναφέρει το Γραφείο προϋπολογισμού Βουλής, στην τριμηνιαία έκθεσή του για την περίοδο Οκτώβριος – Δεκέμβριος του 2016.
Τονίζεται πως «το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό»., ενώ ακόμα χειρότερο, είναι « ότι η επιβράδυνση θα συμπαρασύρει και άλλα μεγέθη π.χ. φόρους. Έτσι διαγράφεται η απειλή νέων φαύλων κύκλων και μιας μακροχρόνιας στασιμότητας».
«Τέταρτο Μνημόνιο»;
Οι συντάκτες της έκθεσης, εκτιμούν ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα χρειαστεί δάνεια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της μετέπειτα περιόδου διαφορετικά οδηγείται σε διακοπή της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της. Σε αυτή την περίπτωση, τονίζεται πως αυτά μπορούν να εξευρεθούν, είτε από τις αγορές, εφόσον έχει καταφέρει να βγει σε αυτές, είτε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Αυτό είναι και το σημείο δυσκολεύει και το κλείσιμο της αξιολόγησης λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων μεταξύ ΔΝΤ, Ε.Ε και ελληνικής κυβέρνησης.
Όπως είδαμε στο Eurogroup της Πέμπτης, οι δανειστές, πιέζουν για νέα υφεσιακά μέτρα, που θα θέριζαν χαμηλόμισθους και συνταξιούχους. Σε δεύτερη φάση αυτή η απώλεια εισοδήματος, θα έφερνε ένα νέο κύμα συρρίκνωσης στους τζίρους της αγοράς και νέα λουκέτα. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση που θεωρεί τα νέα μέτρα «άχρηστα», αφού όπως εξηγούν από το οικονομικό επιτελείο, οι στόχοι θα επιτευχθούν, άρα δεν πρόκειται να εφαρμοστούν. Αυτό που ζητά από τους δανειστές, είναι μία υποσχετική για νέο γύρο ελάφρυνσης του χρέους, το 2018, μετά το πέρας του προγράμματος, με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, τα οποία ζητά να περιγραφούν από τώρα, ώστε να σταλεί ένα σαφές θετικό μήνυμα σε αγορές και επενδυτές, ότι η ελληνική Οικονομία, επιστρέφει. Κάτι τέτοιο, θα εξάλειφε την ανάγκη για ένα νέο δάνειο από τους Θεσμούς, αφού, η χώρα θα μπορούσε να αντλήσει κεφάλαια απευθείας από τις διεθνείς αγορές, όπως τα περισσότερα κράτη. Όμως τι λέει το Γραφείο Προϋπολογισμού για το 4ο μνημόνιο και την ανάγκη χρηματοδότησης;
«Προφανώς, ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον EΜΣ θα συνοδευθεί σύμφωνα με τους κανόνες του από ένα νέο, το τέταρτο Μνημόνιο. Αλλά οι δυσκολίες έγκρισης ενός νέου προγράμματος από τους εταίρους που θα βρίσκονται υπό ση-μαντικές πολιτικές πιέσεις καθιστά επίφοβους τους όρους που θα το συνοδεύουν».
Δηλαδή, αν δεν υπάρξει συμφωνία με τον ESM (που σημειωτέον είναι διακυβερνητικό όργανο και όχι όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ή χρηματοδότηση μέσω εξόδου στις αγορές, τότε η πτώχευση θα είναι αναπόφευκτη με πιθανότατη συνέπεια την έξοδο από το Ευρώ».
Σε διαφορετική περίπτωση, «τα πιθανά προβλήματα που θέτει μια πτώχευση είναι προβλέψιμα – νέα καταβύθιση της παραγωγής, τραπεζική κρίση, διακοπή των εισροών από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, αβεβαιότητα και στην περίπτωση εξόδου από το κοινό νόμισμα, υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, έντονες τάσεις για σπιράλ πληθωρισμού και υποτιμήσεων που θα απαιτούν μία εξαιρετικά περιοριστική νομισματική πολιτική, κλπ και με το εξωτερικό, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να επικρέμαται απειλητικό ως “δαμόκλειος σπάθη”».
Επίσης οπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της Έκθεσης, η όποια κυβέρνηση τότε θα «παραδέρνει» στη θάλασσα του διεκδικητισμού κατακερματισμένων συμφερόντων και της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών σε ένα σχεδόν σίγουρα κατακερματισμένο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο το οποίο θα αναζητά τη συγκρότηση μίας νέας ταυτότητας στο διεθνές περιβάλλον από χει-ρότερες θέσεις, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, το 2016 «δεν ήταν εύκολο έτος για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική». Από την Βουλή, εκτιμούν ότι ούτε το 2017, θα είναι εύκολο καθώς μάλιστα άρχισε με νέες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής και στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Η κυβέρνηση έκανε λόγο για έναν «έντιμο συμβιβασμό» κυρίως με τους εταίρους στην ΕΕ. Ο όρος υπέκρυπτε τεράστιες διαφορές απόψεων μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών αλλά και μεταξύ των θεσμών (ΔΝΤ, Ευρωομάδα).
Ο ενάρετος κύκλος της ελληνικής Οικονομίας
«Υπάρχει ακόμα καιρός για το κλείσιμο της αξιολόγησης», αναφέρεται στην έκθεση και αν τελικά επιτευχθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα (το αργότερο εντός Φεβρουαρίου), θα δώσει την δυνατότητα στην Ελλάδα να ενταχθεί ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (πιθανότατα τον Μάρτιο) στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ που θα επιτρέψει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Αν γίνουν αυτά, οι τράπεζες του ελληνικού συστήματος, θα μπορέσουν να αντλήσουν ανετότερα ρευστότητα από την ΕΚΤ και η κυβέρνηση θα αποσύρει βαθμιαία τους κεφαλαιουχικούς ελέγχους. Στη συνέχεια, ρεαλιστικό θα ήταν να επιδιώξει η κυβέρνηση, δοκιμαστικά έστω, την έξοδο στις αγορές.
Με λίγα λόγια, το Γραφείο Προυπολογισμού, της Βουλής, τονίζει ότι η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει την εφαρμογή του περιβόητου «κόφτη», την υποχρέωση δηλαδή να περικόψει πρωτογενείς δαπάνες (μισθούς και συντάξεις κυρίως του Δημοσίου).
Αν κλείσει το ταχύτερο η αξιολόγηση «θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική και θα διευρυνθούν οι προοπτικές της οικονομίας. Σε συνθήκες βαθμιαίας εξομάλυνσης της οικονομικής κατάστασης και αυξημένης εμπιστοσύνης θα ήταν δυνατό να λυθεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων («κόκκινων») δανείων».
Επίσης, σύμφωνα με τους συντάκτες της Έκθεσης, θα αποκτηθούν μερικά «μαξιλάρια» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την περίπτωση ανάγκης. Τέλος θα προχωρήσει το τριών σταδίων σχέδιο ελάφρυνσης του χρέους, που έχει ήδη συμφωνηθεί στην Ευρωομάδα. Ήδη ο ΕΜΣ ενέκρινε την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων.
Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα σήμαινε επίσης ότι κλείνει σειρά ολόκληρη ευαίσθητων ζητημάτων και, τότε, μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα επιστρέψουμε σε σταθερούς θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που θα διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Αυτό σημαίνει ότι η ανεργία θα μειωθεί. «Με δυο λόγια, αν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα. Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις π.χ. για ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Σημαίνουν όμως ότι το κλειδί είναι οι μεταρρυθμίσεις».
Το πρόβλημα του 3ου Μνημονίου
«Οι πολιτικοοικονομικές δυσκολίες της μετάβασης
Το τρίτο Μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα) είναι ένα ευρύ και κατά βάση φιλελεύθερο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού/μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας, του κοινωνικού κράτους και της πολιτικής που συγκρούεται με τις κληροδοτημένες δομές, παραδοσιακές πελατειακές συμπεριφορές και αντικρουόμενες με αυτό αντιλήψεις για τον κόσμο και τη χώρα».
Κάθε κεφάλαιό του αρχίζει ακριβώς με γενικές διατυπώσεις που προϊδεάζουν και νομιμοποιούν τις συστάσεις του. Σε θεωρητικούς όρους στοχεύει συνολικά στις αποτυχίες του (ελληνικού) κράτους και των κλειστών αγορών.
Πόσο μας κοστίζουν οι καθυστερήσεις;
Αυτό που τονίζεται στην Έκθεση, είναι ότι το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό. Ο εμφανέστερος αν και απλοϊκός δείκτης του οικονομικού κόστους θα είναι τότε η διαφορά ανάμεσα σε «αναμενόμενους» ρυθμούς μεγέθυνσης για το 2017 και 2018 και σε αυτούς που τελικά θα επιτευχθούν.
Αν τελικά δεν επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης και της Επιτροπής για μεγέθυνση 2,7% (λόγω των πολλαπλών αβεβαιοτήτων) και τελικά προκύψει ρυθμός μεγέθυνσης 1% με 1,5% το 2017 (όπως π.χ. ΟΟΣΑ: 1,3%, Πανεπιστήμιο Αθηνών- Intelli-ent Deep Analysis: 1,01%3), αυτό σε απόλυτα μεγέθη θα σημαίνει, κατ’ αρχάς, μια απώλεια €2,2 έως €3,1 δισ. για την ελληνική οικονομία μόνο για το τρέχον έτος σε σχέση με το στόχο (σταθερές τιμές 2010).
Το επόμενο, τρίτο δύσβατο στάδιο των αξιολογήσεων.
Με την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης δεν τελειώνει το μονοπάτι εφαρμογής του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (=Μνημονίου) και η ομαλή εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων της τρέχουσας δανειακής σύμβασης για τους εξής λόγους:
– Πρώτον, θα χρειασθεί χρόνος για την πλήρη εφαρμογή των νομοθετικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και των τυχόν εκκρεμοτήτων που θα μεταφερθούν στο επόμενο στάδιο.
-Δεύτερον, ακολουθεί αμέσως μετά τη δεύτερη, η τρίτη αξιολόγηση προόδου, που αν ερμηνεύσουμε το Μνημόνιο κατά γράμμα και μετά τις καθυστερήσεις των προηγούμενων θα πρέπει να τελειώσει σε ασφυκτικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες και η 3η αξιολόγηση
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ακόμα και αν καθυστερήσει η τρίτη αξιολόγηση δεν θα συμβεί το ίδιο με την εκταμίευση των δόσεων ώστε να καλύψει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας που το 2017 (α΄ ως δ΄ τρίμηνο) θα ανέλθουν σε 16,2 δις ευρώ. Μόνο το 2018 οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι μικρότερες 5,2 δις ευρώ και επομένως μι-κρότερη η εξάρτηση από τα διακρατικά δάνεια. Όπως τονίζεται, μόνο οι χρηματοδοτικές ανάγκες μπορεί να αποδειχθούν μεγαλύτερες αν δεν επιτευχθούν διάφοροι στόχοι του προγράμματος όπως είναι τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις για το 2017 2,044 δις ευρώ και η μείωση των οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο.