Γνωστό είναι ότι ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας, αποτυπώνεται στο ετήσιο ποσοστό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της οποιασδήποτε χώρας του κόσμου, εξαρτώνται από τον ρυθμό αύξησης της ποσότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Χώρες που παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα, έχουν την δυνατότητα να αυξάνουν τις πωλήσεις τους στις διεθνείς αγορές, συντελώντας έτσι στην πραγματοποίηση ικανοποιητικών αναπτυξιακών ρυθμών.
Το πραγματικό ΑΕΠ δίδεται από την ακόλουθη απλή μαθηματική σχέση: Υ= P×Q, όπου Υ= Πραγματικό ΑΕΠ, P= Επίπεδο τιμής αγαθών και υπηρεσιών στο έτος βάσης (π.χ. 2010) και Q= Ποσότητα πωλούμενων αγαθών και υπηρεσιών. Από αυτή τη σχέση συνάγεται ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (Υ) στο μακροχρόνιο, εξαρτάται από τη διαχρονική άνοδο της παραγόμενης ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών. Άρα, η επίτευξη αξιόλογων αναπτυξιακών ρυθμών προϋποθέτει την ανοδική τάση της συνολική ποσότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών.

Παρατηρήσεις:Τα στατιστικά δεδομένα του πίνακα βασίζονται σε επεξεργασία στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ και κυρίως της Eurostat. Το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου 1950-1960, έχει υπολογιστεί λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία του ΟΑΕΔ και στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που προέρχονται από τις Απογραφές του Ελληνικού Πληθυσμού των ετών 1951 και 1961.
Τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται από τις επιχειρήσεις. Αν οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν ανταγωνιστικές και παρήγαγαν προϊόντα που θα χαρακτηρίζονταν για τον υψηλό βαθμό διείσδυσής τους στις παγκόσμιες αγορές, αναπόφευκτα η άνοδος των πωλήσεών τους σε αγαθά και υπηρεσίες, θα συντελούσε στην επίτευξη ικανοποιητικών αναπτυξιακών ρυθμών της εθνικής οικονομίας. Η παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων από την πλευρά των επιχειρήσεων, συνιστά την ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ώθηση του οικονομικού συστήματος μιας χώρας σε ταχύρυθμη αναπτυξιακή τροχιά. Όταν λέμε ανταγωνιστικά προϊόντα εννοούμε προϊόντα προσιτά στην τιμή, εξαίρετης ποιότητας, άρτιας τυποποίησης και συσκευασίας, κ.λπ.
Στις διεθνείς αγορές, τα ελληνικά προϊόντα έχουν να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα προϊόντα άλλων χωρών. Από την διεύρυνση του εξαγωγικού εμπορίου εξαρτάται η επίτευξη σημαντικών αναπτυξιακών ρυθμών. Όσο πιο ανταγωνιστικά προϊόντα παράγουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, τόσο οι πωλήσεις τους και άρα οι εξαγωγές της Ελλάδας αυξάνουν στις διεθνείς αγορές, συμβάλλοντας έτσι στην πραγματοποίηση υψηλών αναπτυξιακών επιδόσεων. Η αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων προϊόντων από τις ελληνικές επιχειρήσεις, προσδιορίζεται άμεσα από την αποτελεσματικότητα του εξαγωγικού τους μάρκετινγκ, την ευελιξία του υιοθετούμενου μάνατζμεντ, το επίπεδο έρευνας, κ.λπ.
Ο πίνακας του κειμένου απεικονίζει τους μέσους ετήσιους αναπτυξιακούς ρυθμούς και τα μέσα ετήσια ποσοστά ανεργίας σε διάφορες χρονικές περιόδους. Αν και την περίοδο 1950-2015, η Ελλάδα αναπτυσσόταν με 3,3% κάθε χρόνο και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας ήταν 6%, εντούτοις στις υποπεριόδους 1950-1980 και 1980-2016 παρατηρούνται αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. Ενώ την περίοδο 1950-1980 ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της χώρας ήταν 6,2% και το μέσο ποσοστό ανεργίας μόλις 3,8%, απεναντίας την περίοδο 1980-2016 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης πέφτει μόλις στο 0,7% και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας αυξάνει σε 11,5%. Στην καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος, οφείλεται η χρεοκοπία της Ελλάδας το 2009 και η καθίζηση της εθνικής μας οικονομίας κατά την περίοδο 2008-2016.