Τα ελληνοτουρκικά, όπως και το προσφυγικό, ήρθαν για να μείνουν και όλα δείχνουν πως για το επόμενο μεγάλο χρονικό διάστημα, θα μιλάμε συχνά -αν όχι καθημερινά- για «προκλήσεις της Τουρκίας», αλλά και για τον κίνδυνο κάποιου «θερμού» επεισοδίου -εξάλλου, η Ιστορία είναι γεμάτη από ατυχήματα και ενίοτε γράφεται απ’ αυτά…
Ευλόγως, ο δημόσιος διάλογος δε θα μπορούσε να μην επικεντρώνεται στο συγκεκριμένο θέμα -όταν περισσεύει χρόνος από τις «κουνουπιέρες» της Βασιλίσσης Σοφίας τουλάχιστον.
Ωστόσο, αν παρακολουθήσει κανείς πώς διεξάγεται ο διάλογος για τα ελληνοτουρκικά, θα διαπιστώσει την γνωστή παθολογία της υπερβολής, καθώς οι δύο κύριες τάσεις των πολιτικών τοποθετήσεων και των διπλωματικών και δημοσιογραφικών αναλύσεων είναι… τα δύο άκρα:
Οι μισοί αναλυτές που γράφουν στις εφημερίδες και μιλούν σε κανάλια και ραδιόφωνα για τις τουρκικές προκλήσεις, έχουν σπεύσει να… χτυπήσουν τα τύμπανα του πολέμου και να σαλπίσουν επίθεση στην Άγκυρα. Κι αν αυτό προκαλεί μία φορά απορία, τότε η απορία και τα ερωτήματα είναι πολλαπλάσια για την άλλη κατηγορία αναλυτών: εκείνων, δηλαδή, που σπεύδουν να «προεξοφλήσουν» ένα καθεστώς «συνδιαχείρισης» στο Αιγαίο, που προσώρας ούτε η ίδια η Τουρκία δεν θέτει στον δημόσιο λόγο της. Τα ερωτήματα, μάλιστα, πολλαπλασιάζονται αν συνυπολογίσει κανείς ότι οι ως άνω «φιλελεύθερες» αναλύσεις προέρχονται από συγκροτήματα ΜΜΕ που στηρίζουν με νύχια και με δόντια την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Βεβαίως, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, πίσω από τα «τύμπανα πολέμου» και από τις αναλύσεις περί «συνδιαχείρισης» και «συνεκμετάλλευσης», κρύβονται υπαρκτές πραγματικότητες: πρώτον, δηλαδή, ότι η Ελλάδα σαφώς και πρέπει να εκπέμπει μηνύματα αποφασιστικότητας να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Δεύτερον, ότι το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να ξεφύγει από το ταμπού ότι η Ελλάδα έχει σε όλα δίκαιο και να αρχίσει να «ζυμώνει» στην κοινή γνώμη την προοπτική ενός συμβιβασμού.
Όμως, τα παραπάνω ούτε πόλεμο σημαίνουν, ούτε προεξόφληση συνεκμετάλλευσης. Και αυτά ισχύουν παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα πάντα ήταν η χώρα των άκρων.