Είχαμε επισημάνει εξ αρχής, τον κίνδυνο, η επιτυχία της εσωκομματικής εκλογικής διαδικασίας, στην Κεντροαριστερά, να «διαβαστεί» λάθος, από τις διάφορες «φυλές» που συνωθούνται στο χώρο.
Είτε, δηλαδή, να προκαλέσει μια υπέρμετρη αισιοδοξία, που δεν επιβεβαιώνεται από τα αντικειμενικά δεδομένα, είτε να επιχειρηθούν αυθαίρετες ερμηνείες, του περιεχομένου της λαϊκής ψήφου. Διαβάσαμε, επί παραδείγματι, ανάλυση διαπρεπούς πανεπιστημιακού, με ενεργό ανάμιξη στο χώρο, απ` όπου προέκυπτε, με μορφή αξιωματικής απόφανσης, ότι η ψήφος των πολιτών, στη συγκεκριμένη εκλογή, είχε το νόημα πλήρους και άνευ υποσημειώσεων, υποστήριξης προς την ευρωπαϊκή πορεία, ως ανεπίδεκτο, ακόμη και κάποιας επιφύλαξης, γεγονός. Πέραν του γεγονότος ότι ο κος. Ανδρουλάκης, που είχε τη γνωστή υψηλή επίδοση, είναι ευρωβουλευτής, δεν έχουμε υπόψη μας άλλο στοιχείο, που να δικαιώνει αυτή την τόσο απόλυτη ανάγνωση. Άλλωστε και ο κος. Ανδρουλάκης έχει αρθρώσει, κατά καιρούς, έντονο κριτικό λόγο, για τη σημερινή εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πιο πανηγυρική διάψευση, όμως, ήρθε την ίδια μέρα και από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας, όπου δημοσιεύτηκε το επίμαχο κείμενο, όπου σε δημοσκόπηση της εταιρίας METRON ANALYSIS, στο σχετικό ερώτημα, οι αρνητικές γνώμες για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπερτερούν, έστω και κατά μία ποσοστιαία μονάδα, των θετικών! Δυσκολευόμαστε δε να πιστέψουμε, ότι οι 210.000 ψηφοφόροι, που προσήλθαν στις κάλπες, τις προηγούμενες Κυριακές, βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση, από το σύνολο.
Προσοχή όμως χρειάζεται και ως την άκρατη αισιοδοξία. Η καταγραφή, για πρώτη φορά, της ΔΗΣΥ, σε διψήφιο νούμερο, σε συνδυασμό με την εκτόξευση της δημοφιλίας της Φώφης Γεννηματά, προφανώς και είναι ενθαρρυντικά στοιχεία, αλλά πρέπει να συνεκτιμηθεί και το ευνοϊκό μομέντουμ, οπότε πρέπει να περιμένουμε και τις επόμενες μετρήσεις, σε πιο «ουδέτερο» χρόνο. Απ` την άλλη, ευρήματα που δείχνουν ότι, περίπου τα 2/3, του συνολικού εκλογικού σώματος, αντιμετώπισαν αδιάφορα έως αρνητικά, τη συγκεκριμένη διαδικασία, ή η εξαιρετικά χαμηλή «πρωθυπουργησιμότητα» της προέδρου του φορέα, θα πρέπει να προβληματίσουν ιδιαίτερα τα στελέχη του χώρου, ως προς το αν υπάρχει, όντως, «ολική επαναφορά», που σημαίνει, με βάση και τις εκφρασμένες προσδοκίες, αναγνώριση του νέου φορέα, από το σύνολο του εκλογικού σώματος, ως εναλλακτικού πόλου εξουσίας, έστω εν δυνάμει ή και σε κάποιο βάθος χρόνου. Τα συγκεκριμένα ευρήματα δείχνουν πως, αν μη τι άλλο, είναι πολύ μακρύς και δύσβατος ο δρόμος…
ΛΕΥΤ. ΚΑΝΑΣ