Της Ελένης Τσερεζόλε
Σάλο, και ορθά, έχει προκαλέσει η αποκάλυψη της εισόδου στις τάξεις των σχολείων των αμφιλεγόμενων εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Ελληνικής Αγωγής του αντιπροέδρου της ΝΔ και Υπουργού Ανάπτυξης, Αδωνι Γεωργιάδη. Μία «είσοδος» που γίνεται με τη βούλα του υπουργείου Παιδείας, καθώς, όπως σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο, τα προγράμματα εγκρίνονται από την αρμόδια Γενική Γραμματέα, «με εντολή Υφυπουργού», της κ. Ζ. Μακρή.
Άρα με το «πράσινο φως» της πολιτικής ηγεσίας. Πρόκειται για μία άκρως προκλητική απόφαση τόσο σε επίπεδο πολιτικής δεοντολογίας όσο και ουσίας. Στο επίπεδο της δεοντολογίας είναι ηλίου φαεινότερο ότι η απόφαση, που ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., Ν. Ηλιόπουλος χαρακτήρισε «σκοταδιστική», «μπάζει» -αυτό άλλωστε μαρτυρά και η αμήχανη αντίδραση της κυβέρνησης, που «κρύφθηκε» πίσω από την ανακοίνωση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής που δεν αλλάζει τίποτε στην ουσία της σκανδαλώδους υπόθεσης, τονίζοντας ότι «η συμμετοχή των μαθητών στα εν λόγω εκπαιδευτικά προγράμματα είναι δωρεάν και προαιρετική», λες και υπήρχε περίπτωση να ισχύει κάτι διαφορετικό.
Οι δε δικαιολογίες του υπουργού Ανάπτυξης: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απέχθεια για τα αρχαία ελληνικά» ή ότι «Τα προγράμματα θα είναι δωρεάν εάν γίνει πρόσκληση από σύλλογο διδασκόντων ή σύλλογο γονέων», απλά επιβεβαιώνουν την ένδεια επιχειρημάτων.
Την ίδια στιγμή η αποχή του Κ. Μητσοτάκη δείχνει ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο. Και ότι η ένδεια των επιχειρημάτων είναι απλά το προκάλυμμα για μία προκλητική πολιτική –άλλη μία, της νεοδεξιάς, συντηρητικής και αυταρχικής εξουσίας. Γιατί αυτά καθαυτά τα προγράμματα της Ελληνικής Αγωγής, είναι, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενα, με σφραγίδα της προγονοπληξίας και της αρχαιολατρείας που χαρακτηρίζουν τα βιβλία του κ. Υπουργού.
Δεν είναι τυχαίο ότι κατά καιρούς έχουν δημόσια κατατεθεί ενστάσεις και διαφωνίες για την επιστημονική πληρότητα και επάρκεια των προγραμμάτων αυτών. Λίγη σημασία έχει το αν θα πάρει πίσω την απόφασή της η νεοδεξιά κυβέρνηση. Το σκοταδιστικό και παρακμιακό της στίγμα το έχει δώσει. Ξανά.