Το φαινόμενο δεν είναι μόνο τωρινό: πολλές φορές αποδεικνυόταν ότι νόμοι και διατάξεις που υποτίθεται ότι αφορούσαν στην αγορά και φτιάχνονταν γι’ αυτή, αποδεικνύονταν ανεφάρμοστοι. Επί της ουσίας, αναδεικνυόταν πάντα η μεγάλη απόσταση εκείνων που έγραφαν τους νόμους και τους ψήφιζαν από εκείνους τους οποίους υποτίθεται ότι αφορούν.
Ωστόσο, όταν η ΝΔ κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ επί της οικονομίας, προέβαλλε εαυτήν ως «το κόμμα της αγοράς», που έχει «άριστους», «τεχνοκράτες» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Ενώ, κατά το «γαλάζιο» αφήγημα, οι ΣΥΡΙΖΑίοι ήταν οι «μαδούροι», που «δεν είχαν καμία σχέση με την αγορά».
Και μετά ήρθε ο κορωνοϊός. Αυτός έφερε την καραντίνα, το κλείσιμο των επιχειρήσεων και την ανάγκη στήριξής τους τώρα που προσπαθούν να σηκώσουν ρολά. Το πρόγραμμα στήριξής τους αναλαμβάνει να καταρτίσει και να εφαρμόσει μία κυβέρνηση που έχει βρει στο «μαξιλάρι» 37 δισεκατομμύρια ζεστό χρήμα και αναμένεται να λάβει άλλα 32 δισεκατομμύρια από το «πακέτο φον ντερ Λάιεν», αν όλα πάνε καλά στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου. Ένας καλόπιστος, λοιπόν, θα σκεφτόταν ότι «αφού οι νεοδημοκράτες ξέρουν από οικονομία και το ταμείο είναι γεμάτο, τί μπορεί να πάει στραβά;». Κι όμως, η απάντηση είναι ότι πολλά μπορούν να πάνε στραβά.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ανάγκη στήριξης στον χώρο της εστίασης: οι περισσότερες επιχειρήσεις -μικρές ή μικρομεσαίες- έχουν προσπαθήσει να πάρουν δάνειο από τις τράπεζες, αλλά έχουν συναντήσει πολλά εμπόδια -πολλά εκ των οποίων οι τράπεζες τα προβάλλουν επίτηδες, ώστε να αναγκάσουν τους επιχειρηματίες να βάλουν ως εγγύηση και κάτι παραπάνω από όσα εγγυάται το κράτος.
Δεν φτάνει, όμως, μόνο αυτό: ο μαγαζάτορας που ζητεί στήριξη δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τις προκλήσεις και τις έγνοιες της επαναλειτουργίας της επιχείρησής του, αλλά αν θέλει να λάβει χρηματοδότηση θα πρέπει να τρέξει -στην υποτιθέμενη… «ψηφιακή Ελλάδα» να μαζέψει περισσότερα από 20 δικαιολογητικά για να καταστεί «επιλέξιμος»! Και, σαν να μην έφταναν αυτά, ουδεμία επιχείρηση εστίασης είναι επιλέξιμη για δάνειο ή ενίσχυση, αν τής έχει επιβληθεί έστω και ένα πρόστιμο για αγορανομικές παραβάσεις.
Ένας γνώστης της αγοράς θα ήξερε, προφανώς, πως οι τράπεζες πάντα παίζουν τα δικά τους παιχνίδια. Θα ήξερε, επίσης, ότι οι στιγμές είναι πολύ οριακές ώστε καταστηματάρχες στο χείλος της χρεοκοπίας να τρέχουν δεξιά κι αριστερά για να συγκεντρώσουν μισό κιλό δικαιολογητικά. Τέλος, θα ήξερε και πως δεν υπάρχει καμία επιχείρηση εστίασης που να μην έχει πληρώσει κάποιο πρόστιμο για αγορανομική παράβαση. Συμπερασματικά, ο νομοθέτης, αν είχε στοιχειώδη επαφή με την λειτουργία της αγοράς, θα ήξερε πως οι προϋποθέσεις που θέτει η κυβέρνηση αφήνουν εκτός προγραμμάτων στήριξης τους μικρούς και τους μεσαίους. Εκτός, βεβαίως, αν το ξέρει.