Πρ. Παυλόπουλος: Ουτοπία η έξοδος από την κρίση χωρίς μεταρρυθμίσεις

Γ. Δραγασάκης:  Άστοχη και επικίνδυνη κάθε συζήτηση για 4ο μνημόνιο

 Μόνο με πραγματικές μεταρρυθμίσεις, που θα φέρουν ουσιαστική αλλαγή, μπορεί η Ελλάδα να ξεφύγει από την κρίση, τόνισε κατά τον χαιρετισμό του στην εκδήλωση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, με θέμα «Κρίση – Μεταρρυθμίσεις – Ανάπτυξη», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Όπως ανέφερε, «χωρίς πραγματικές μεταρρυθμίσεις η υπέρβαση της τρέχουσας κρίσης είναι ουτοπική επιδίωξη». «Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν στόχο την βελτίωση των επιδόσεων του κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο επιχειρούνται» και όχι να συνιστούν μια επιδερμική, αποπροσανατολιστική και κυρίως, προσχηματική μεταποίηση του. Είναι αναγκαίο να έχουν και συνέχεια, ιδίως αυτές που αφορούν στη δημόσια διοίκηση, τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
 

Γ. Δραγασάκης:  Άστοχη και επικίνδυνη κάθε συζήτηση για 4ο μνημόνιο

Τέλος στις συζητήσεις περί 4ο μνημονίου επιχείρησε να βάλει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, κατά την παρέμβασή του στην εκδήλωση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για την κρίση, τις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, μετά τις αναφορές περί κινδύνου για νέο μνημόνιο, ο κ. Δραγασάκης, τόνισε ότι «κάθε συζήτηση για 4ο μνημόνιο είναι άστοχη και μπορεί να καταστεί επικίνδυνη», διότι, όπως εξήγησε, «το 4ο μνημόνιο ούτε προσφέρεται ούτε αντέχεται και ευτυχώς δε θα χρειαστεί».

Αν η αξιολόγηση κλείσει με συνολική συμφωνία, τότε παραμένει ζωντανός και ο στόχος για έξοδο στις αγορές, εντός του 2017, επεσήμανε ο αντιπρόεδρος. Για την πρόοδο στη διαπραγμάτευση, τόνισε ότι «παρά τις καθυστερήσεις που οφείλονται σε αποκλίνουσες απόψεις και επιδιώξεις των δανειστών, παραμένουμε εντός του αρχικού σχεδιασμού».  Σε αυτό το πλαίσιο και με την προϋπόθεση ότι «η δεύτερη αξιολόγηση κλείσει με μια συνολική συμφωνία, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, τον Απρίλιο ή λίγο μετά τη σύνοδο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, τότε τα επόμενα βήματα μπορούν να επιταχυνθούν με τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές και την επιτάχυνση της ανάκαμψης το β’ εξάμηνο το 2017».

Σε κάθε περίπτωση, προσέθεσε ο κ. Δραγασάκης, «στόχος της κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών είναι η τεχνική συμφωνία να έχει ολοκληρωθεί ως τις 7 Απριλίου, οπότε θα απομένουν προς διευθέτηση τα αμιγώς πολιτικά θέματα του ύψους και της διάρκειας των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, η συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, καθώς και η αποσαφήνιση της θέσης και του ρόλου του ΔΝΤ στο ελληνικό Πρόγραμμα».

Για το χρέος, είπε ότι «οι απόψεις που αρνούνται την ανάγκη μείωσης του χρέους δεν τεκμηριώνονται, είναι αυθαίρετες και ενδεχομένως υπηρετούν άλλες σκοπιμότητες (…) Το ίδιο αυθαίρετη είναι και η αντιπαράθεση της αναγκαίας ελάφρυνσης του χρέους προς την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης ή την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων».
 

Παπαδημητρίου: Το ΔΝΤ Ζητά το ακριβώς αντίθετο από αυτό που γενικά προτείνει!

 Τον σημαντικό ρόλο στην διόγκωση της ελληνικής κρίσης που  διαδραμάτισαν οι εσφαλμένες επιλογές οικονομικής πολιτικής που επιβλήθηκαν και η αδυναμία του φαύλου εγχώριου πολιτικού συστήματος να διαπραγματευτεί μία καλύτερη πολιτική προσαρμογής» είπε ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου μιλώντας στη Βουλή.  Σύμφωνα με τον υπουργό, «στη διεθνή εμπειρία σπάνια συνυπάρχουν η δημοσιονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι λόγοι είναι κυρίως:

1) Ότι αρκετές μεταρρυθμίσεις έχουν βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό κόστος, όπως η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, τα κίνητρα επενδύσεων ή τα προγράμματα απασχόλησης, συνεπώς είναι δύσκολο να επιδιώκεται ταυτόχρονα λιτότητα και μεταρρύθμιση,

2) Ότι σε περιόδους συρρίκνωσης της οικονομίας, οι μεταρρυθμίσεις είναι αναποτελεσματικές, όπως για παράδειγμα η εφαρμογή ελαστικών μορφών απασχόλησης δεν οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης όταν δεν υπάρχει ζήτηση στην οικονομία, ή αυξάνοντας την ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί να οδηγήσει απλά σε αύξηση της ανεργίας.

Αυτοί είναι οι λόγοι, που το Ταμείο προτείνει η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να συμπληρώνεται με πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης. Θεωρεί, δηλαδή, συμπληρωματικές τις μεταρρυθμίσεις με μία επεκτατική οικονομική και δημοσιονομική πολιτική.

Παρά την γενική αυτή παραδοχή του το ΔΝΤ σήμερα ζητά για την Ελλάδα πρόσθετα μέτρα λιτότητας τα προσεχή έτη, θεωρώντας τα ικανά να συμπληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις. Ζητά το ακριβώς αντίθετο από αυτό που γενικά προτείνει!», τόνισε.

Σε τέτοιες πολιτικές έχουν ενδώσει το ΔΝΤ και οι Θεσμοί με όσα ζητούν για το ύψος (3,5% του ΑΕΠ) των πρωτογενών πλεονασμάτων επί σειρά ετών, τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας και τις μεταρρυθμίσεις (φορολογικό, συντάξεις, αγορά εργασίας κ.α.) και όπως είπε «τον περιορισμό αυτής ακριβώς της πολιτικής διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση αντιπροτείνοντας περισσότερη ανάπτυξη μέσω διαφοροποιημένων μεταρρυθμίσεων και λιγότερη λιτότητα (μικρότερα πλεονάσματα για λιγότερα χρόνια)».

Αυτό που επισήμανε ο υπουργός, είναι ότι «προκειμένου να ξεπεράσουμε τα προβλήματα αυτά και να πετύχουμε τους παραπάνω στόχους στο Υπουργείο Οικονομίας καταρτίζουμε μία Εθνική Στρατηγική Ανάπτυξης ικανή να εξισορροπήσει τις δυσλειτουργίες της αγοράς και να προσδώσει νέα δυναμική για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η Στρατηγική αυτή θέτει στο επίκεντρο μιας δίκαιης και αειφόρου ανάπτυξης το ανθρώπινο δυναμικό και την ένταση γνώσης για την μετάβαση της χώρας σε μία οικονομία που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας».
 

Γ. Στουρνάρας: Η καθυστέρηση στην αξιολόγηση θέτει εν αμφιβόλω τους στόχους

 Αυστηρή προειδοποίηση έστειλε ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τονίζοντας ότι οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση θέτουν εν αμφιβόλω όλους τους στόχους του 2017.  Όμως, με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 2% το 2016 η χώρα έχει καλύψει το 90% της απόστασης που χρειάζεται έως το 2018, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, στην εκδήλωση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους.  Επεσήμανε την βαρύνουσα σημασία των άμεσων ξένων επενδύσεων, που στα προ κρίσης επίπεδα ήταν 24% του ΑΕΠ, ενώ τώρα, έχουν πέσει στο 11%.

Για την επίτευξη του νέου αναπτυξιακού προτύπου με την ανάδειξη κλάδων ως μοχλών οικονομικής ανάπτυξης αλλά και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, είναι απαραίτητη προϋπόθεση η δημιουργία ενός κατάλληλου πλαισίου επιχειρηματικότητας.

Με την δεύτερη αξιολόγηση, να οδεύει προς το κλείσιμο, τόνισε ότι μετά από την ολοκλήρωση της, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στα εξής:

1. Άρση των εμποδίων που υπάρχουν ακόμη και για τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.

2. Αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με έμφαση στην αποπληρωμή των δανείων των λεγόμενων «στρατηγικών κακοπληρωτών».

3. Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων.

4. Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη.

5. Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας.

Με την ελληνική  οικονομία να  επανέρχεται σε τροχιά ανάπτυξης, ο επικεφαλής τη ΤτΕ, ανέφερε ότι η αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας θα είναι υψηλότερη σε σχέση με την περίπτωση που δεν θα είχε γίνει καμία μεταρρύθμιση. Ήδη, καταγράφεται αύξηση της απασχόλησης κατά 2% ετησίως, ενώ η οικονομική δραστηριότητα παραμένει στάσιμη.
 

Π. Λιαργκόβας: Οι 5 λόγοι που κράτησαν την Ελλάδα στα μνημόνια

Τους πέντε λόγους, η Ελλάδα παρέμεινε μέσα σε μνημόνιο και δεν ακολούθησε την πορεία των υπόλοιπων χωρών (Κύπρος, Ιρλανδία και Πορτογαλία) που βγήκαν από την κρίση ανέφερε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Παναγιώτης Λιαργκόβας, που προειδοποίησε, ότι ο μόνος δρόμος εξόδου από την κρίση, είναι να μην επαναλάβουμε τα ίδια σφάλματα.

 «Γιατί απέτυχαν, ως προς τον τελικό στόχο τα δύο πρώτα μνημόνια, ενώ και για το τρίτο μνημόνιο δεν έχει ακόμη εξασφαλιστεί η επιτυχία (παρότι έχουμε ξεπεράσει το ήμισυ της διάρκειάς του); Τι διαφορετικό είχαν οι άλλες χώρες; Δεν είχαν και αυτές το ίδιο πρόβλημα με εμάς λόγω της ελαττωματικής κατασκευής της ΟΝΕ; Φταίνε τα ίδια τα μνημόνια ή ο τρόπος που εφαρμόζονται κάθε φορά τα Μνημόνια; Όταν βγούμε από τα μνημόνια, θα συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις; Θα αλλάξουμε το παραγωγικό πρότυπο της χώρας; Θα γίνουμε πιο εξωστρεφείς;», ρώτησε ο καθηγητής, για να απαντήσει ό ίδιος παρουσιάζοντας τα πέντε σημεία.

1)Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, οι αρχικές οικονομικές συνθήκες, ήταν σε πολύ πιο άσχημη κατάσταση. Τα ελλείμματα του κρατικού και εξωτερικού τομέα και το χρέος ήταν υψηλότερα. Η δημόσια διοίκηση ήταν αδύναμη. Οι θεσμοί δεν ήταν ισχυροί και δεν λειτουργούσαν αποτελεσματικά, ενώ ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας είχε απαξιωθεί.

2) Το μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής, στην Ελλάδα ήταν λάθος και στα τρία μνημόνια, κατά κύριο λόγο στην αύξηση της φορολογίας και όχι στη μείωση των δαπανών.
Όπως είπε, «η αύξηση της φορολογίας αποθαρρύνει την ανάπτυξη, αλλοιώνει τα κίνητρα των ατόμων, αυξάνει τη φοροδιαφυγή, διώχνει επιχειρήσεις και δυναμικά στοιχεία από τη χώρα, οι συνεχείς φορολογικές αυξήσεις εξαντλούν τη φοροδοτική ικανότητα ακόμα και των συνεπών φορολογούμενων».

3) Τα περισσότερα μέτρα δεν εφαρμόστηκαν όπως έπρεπε. Δηλαδή, δεν υπήρξε ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και πολλές μεταρρυθμίσεις, δεν εφαρμόστηκαν πλήρως. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «και μισή εφαρμογή ισοδυναμεί με καθόλου εφαρμογή».

4)Στην Ελλάδα υποτιμούμε τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στην κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής. Την αβεβαιότητα τροφοδοτούν οι συνεχείς διαπραγματεύσεις και αναζητήσεις «ισοδυνάμων» «και η απουσία ενστερνισμού του προγράμματος από τις ελληνικές αρχές, καθώς η οικονομική του φιλοσοφία (που έρχεται σε σύγκρουση με παραδοσιακές αντιλήψεις για το ρόλο του κράτους και της αγοράς) συχνά αμφισβητείται στην πράξη».

5) Το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής των τριών μνημονίων, δεν κατανεμήθηκε δίκαια. Έπληξε περισσότερο τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως τους νέους, τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες και τους φτωχούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα «να διογκωθούν οι εισοδηματικές ανισότητες, δηλαδή το χάσμα ανάμεσα στους πλουσιότερους και τους φτωχότερους(…)»επεσήμανε ο Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Παναγιώτης Λιαργκόβας.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή