Ἀλλὰ οὔτε αὐτό ἀρκεῑ γιὰ νὰ ξεφὺγουμε ἀπὸ τοῡ χαμοῡ τὴ στρὰτα. Ἀπαιτεῑται καὶ τὸ «quomodo», τὸ «τίνι τρὸπῳ» τῶν ἀρχαίων, δηλαδὴ μὲ τὶ τρὸπο καὶ μὲ ποιὰ μὲσα θα πορευθοῡμε πρὸς τὰ ἐκεῑ ὅπου πρὲπει νὰ πορευθοῡμε – ἄν ἐπί τὲλους κι αὐτό τὸ βροῡμε.
Ὁ στρατηγὸς Ντὲ Γκὼλ μιλοῡσε γιὰ μιὰ πολιτικὴ πολλῶν ἀζιμουθὶων. Ὁ γρὰφων, καθὸτι πιὸ κοντὸς ἀπό τὸ στρατηγὸ, βὰζει τὸν πὴχυ πιὸ χαμηλὰ. Μιλᾶ ἁπλῶς γιὰ σχεδιασμὸ μιᾶς στοιχειὼδους Ἐθνικῆς Στρατηγικῆς καὶ μιᾱς εὐφυοῦς, τολμηρῆς ἀλλὰ συνάμα συνετῆς τακτικῆς. Ἡ κρὶση δὲν εἶναι πρὸς θὰνατο. Εἶναι καὶ εὐκαιρὶα γιὰ τὴ δημιουργὶα μιᾱς ποιοτικὸτερης ζωῆς. Ἡ ὑφὴλιος σήμερα -παρὰ τὶς κατὰ τὸπους πληγὲς ποὺ ποτὲ δὲν λεὶπουν- εἶναι μιὰ ἀπὲραντη θὰλασσα εὐκαιριῶν. Ἀλλά γιὰ νὰ πεὶσουμε τὸν Ἕλληνα νὰ καταδυθεῑ καὶ νὰ μὴν τσαλαβουτᾱ στὰ ρηχά, πρὲπει νὰ τὸν μὰθουμε νὰ κολυμπᾱ καὶ μὰλιστα στὰ βαθιὰ. Καὶ κατὰ πρῶτο λὸγο νὰ μὴ φοβᾱται τὴ δουλειὰ, τὴν ὅποια δουλειὰ, ἀκὸμη καὶ τοῡ σκουπιδοσυλλὲκτη. Σὲ ἄλλα μὲρη τὰ σκουπίδια εἶναι πηγὴ πλοὺτου. Σὲ μᾶς μὲνουν ἁπλή βρομιὰ.
Καὶ τὸ λὲγω αὐτό, διὸτι κατὰ τὶς τελευταῑες δεκαετίες σὲ οἰκογενειακό ἐπίπεδο, σὲ ἐπίπεδο παιδεῖας, πολιτικῆς, ἀλλά καὶ κοινωνικῶν τὰσεων καὶ ροπῶν ὑποτιμὴθηκε ὁ «χῶρος» τῶν χειρωνακτικῶν ἐργασιῶν, χὰρη στὶς ὁποῖες ἀνθεῑ ἡ λεγόμενη πρωτογενής παραγωγὴ. Στὰ σχολεῑα μας δὲν ἀκούγεται πιὰ ἡ σοφὴ Ἡσιὸδεια ἀρχή «Ἒργον δ’ οὐδέν ὄνειδος, ἀεργίη τ’ ὄνειδος» (=Ἡ ἐργασία δὲν εἶναι ντροπὴ, ἡ ἀποφυγή τῆς ἐργασίας προσάπτει ντροπὴ). Χωρίς τοὺς ξὲνους ἐργὰτες ὁ πρωτογενής τομὲας στὴν Ἑλλάδα, θα εἶχε παντελῶς μαραθεῑ.
Ὄνειρο τοῡ γονιοῡ καὶ ὄνειρο τοῡ παιδιοῡ ἦταν τὸ «χαρτὶ», τὸ πολυπόθητο πτυχίο ποὺ θὰ χρησὶμευε σὰν εἰσητήριο γιὰ τὸν ἐνταφιασμό σὲ κὰποια δημὸσια ὑπηρεσία ἤ σὲ κάποιον ὀργανισμό ἀπροσδιορίστου ἀποστολῆς ἤ παραγωγῆς. Ἔτσι, ὅμως, «ἐπιστημονικοποιὴσαμε» τὴν ἀεργὶα καὶ ἀφοπλίσαμε τὴν ἐργασία. Ἀφοπλίσαμε τὸ λαὸ καὶ τὸ ἑλλαδικό ἔδαφος ἀπό τὶς παραγωγικές δυνατὸτητὲς του. Δημιουργὴσαμε ἀναρίθμητες σχολὲς γιὰ σχὸλη (=ἀπραξία) καὶ ὄχι γιὰ οὐσιαστική καὶ παραγωγική ἀσχολὶα. Μᾱς διὲφυγε τὸ πιὸ βασικό: ὅτι τὰ πὰντα στὸν παρὸντα καιρὸ εἶναι ἐπιστὴμη καὶ ὅτι ἡ ἐπιστὴμη πρὲπει νὰ ἀρχίζει, πὰντα σ’ ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο, ἀπ’ ὅ,τι μπορεῑ νὰ συμβάλει στὸ δημόσιο καὶ ἰδιωτικὸ πλοῦτο.
Ἓνα παρὰδειγμα: ἔχουμε τὸν μεγαλύτερο ἀρχαιολογικό πλοῦτο στὸν κὸσμο. Πὸσο συμβὰλλει στὸ δημὸσιο καὶ στὸν ἰδιωτικό πλοῦτο; Ὅλα σχεδόν τὰ μουσεῑα ἔχουν παθητικὸ. Μὲ ἄλλη ἀξιοποίηση καὶ διαχεὶρηση θὰ εἶχαν πλεὸνασμα. Τὴν Ἀμφίπολη, ποὺ θὰ μποροῡσε νὰ γὶνει χρυσοφὸρος φλὲβα, κάναμε τὰ ἀδύνατα δυνατὰ νὰ τὴ θὰψουμε. Ὅπως θἀβουμε κι ἄλλες πηγὲς πλοὺτου. Τὸ γιατὶ εἶναι προφανὲς: ἀντί νὰ κάνουμε πολιτική ζωῆς, κάνουμε πολιτική νεκροταφεὶου.
www.sarantoskargakos.gr