Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ
Ο κανόνας της λάσπης και της προπαγάνδας που συνοψίζεται στην φράση «πες-πες, κάτι θα μείνει» είναι γνωστός. Και αν ο κανόνας αυτός έχει αποδειχθεί ισχυρός σε περιπτώσεις μεμονωμένης προπαγάνδας, τότε γίνεται πανίσχυρος όταν μιλάμε για μιντιακή υπεροπλία.
Η αξιωματική αντιπολίτευση -και γενικότερα το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μπλοκ- απολαμβάνει αυτή την υπεροπλία και την εκμεταλλεύεται δεόντως. Δελτία ειδήσεων, πρωτοσέλιδα εφημερίδων, παρουσιαστές τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, σχολιαστές και αρθρογράφοι βρίσκονται όλη μέρα κάθε μέρα σε θαυμαστή ευθυγράμμιση με το αφήγημα της αντιπολίτευσης, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να διαστρέφεται συστηματικά.
Είναι όπως ακριβώς στην υπόθεση του περίφημου «νόμου Κατρούγκαλου»: όλοι έχουν πειστεί για το πόσο κακός… είναι και το 90% αυτών πληρώνουν τις μισές εισφορές από εκείνες που πλήρωναν πριν την ισχύουσα ασφαλιστική μεταρρύθμιση!
Κάπως έτσι συμβαίνει και με τις ταμπέλες: η αντιπολίτευση χύνει κροκοδείλια δάκρυα αναφορικά με το πόσο… διχαστικός είναι ο λόγος της κυβέρνησης. Και τις ίδιες κατηγορίες απευθύνουν τα φίλια προς την ΝΔ ΜΜΕ, που συγκροτούν τον επικοινωνιακό βραχίονα του περίφημου «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου.
Το αποτέλεσμα, λοιπόν, της μιντιακής υπεροπλίας του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μπλοκ είναι να πιστεύουν όλοι πως στο πολιτικό σκηνικό έχουμε μία διχαστική και «τοξική» κυβέρνηση και μία αντιπολίτευση που ομνύει στο όνομα της εθνικής συνεννόησης και πληγώνεται όταν τα κόμματα μεταξύ τους τσακώνονται.
Ωστόσο, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: σε αντίθεση με τον Αλέξη Τσίπρα όταν ήταν στη θέση του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προβαίνει διαρκώς σε προσωπικές επιθέσεις κατά του πρωθυπουργού. Μόλις πρόσφατα τον είπε «ανάξιο», στο παρελθόν είχε αμφισβητήσει τη μόρφωσή του, ενώ πολλάκις στη Βουλή ο πρόεδρος της ΝΔ έχει εκφραστεί απαξιωτικά για την αντιληπτική ικανότητα του Αλέξη Τσίπρα. Όσο για τη Φώφη Γεννηματά; Έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τον πρωθυπουργό «βαρίδι της Αριστεράς», νεοκομμουνιστή και διάφορα άλλα ηχηρά παρόμοια.
Δεν ήταν ο Αλέξης Τσίπρας ούτε εκείνος που απείλησε πολιτικούς αντιπάλους του πως «θα τους πάει μέχρι τέλους». Ήταν ο Αντώνης Σαμαράς.
Δεν ήταν ο Αλέξης Τσίπρας αυτός που είπε ότι «θα γδάρει» τον πρωθυπουργό της χώρας. Ήταν ο Άδωνις Γεωργιάδης.
Δεν ήταν οι ΣΥΡΙΖΑίοι που έκαναν πολιτική αμφισβητώντας τον πατριωτισμό των πολιτικών τους αντιπάλων -ήταν τα στελέχη της ΝΔ που φλέρταραν με τα συνθήματα των ακραίων του συλλαλητηρίου περί «προδοσίας» και «ξεπουλήματος» της Μακεδονίας.
Δεν ήταν ο πρωθυπουργός που χαρακτήρισε «πιόνια» και «νοικιασμένους» τους βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου -ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και, επίσης, ουδέποτε ο Αλέξης Τσίπρας είπε τον οποιονδήποτε Πρόεδρο της Βουλής «κομματικό υπάλληλο» -όπως έκανε μόλις προχθές σε βάρος του Νίκου Βούτση ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Επιπροσθέτως, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε πήραν «ψεκασμένες» θεωρίες καφενείου για να τις μετατρέψουν σε κεντρικό πολιτικό αφήγημα, όπως έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση… «έδωσε» (sic) τη Μακεδονία για να «πάρει» τις συντάξεις.
Και, τέλος, ο Αλέξης Τσίπρας ή ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε έκανε αντιπολίτευση βασιζόμενος σε χυδαία πρωτοσέλιδα περί τις υποτιθέμενες διακοπές κάποιου πολιτικού στις Μαλδίβες!
Βεβαίως, βαριά λόγια στην πολιτική πάντα λέγονταν και πάντα θα συνεχίσουν να λέγονται. Η πόλωση θα είναι μόνιμος παρτενέρ στο τανγκό της δημόσιας ζωής. Έτσι παίζεται το παιχνίδι στην Ελλάδα και αυτό δε θα αλλάξει εύκολα.
Όμως, είναι άλλο πράγμα ο διχασμός και άλλο οι διαχωριστικές γραμμές. Είναι άλλο πράγμα η πόλωση και άλλο η χυδαιολογία. Γιατί πολλές φορές, η ειδοποιός ποιοτική διαφορά των πολιτικών δυνάμεων φαίνεται και μέσα από τις υπερβολές τους.