ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ
Ακόμη και πριν τα πέτρινα χρόνια του Μνημονίου, όταν μία κυβέρνηση βρισκόταν για καιρό στην εξουσία και η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση διεκδικούσε τη νίκη στις εκλογές και προηγείτο στις δημοσκοπήσεις, οι οικονομικές εξαγγελίες των δύο μεγάλων αντιπάλων είχαν μεγάλες διαφορές. Συνήθως, η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση υποσχόταν πράγματα εντυπωσιακά, πολλά εκ των οποίων παραπέμπονταν στις ελληνικές καλένδες μετά τις εκλογές, με την επίκληση της περίφημης θεωρίας της «καμμένης γης». Στον αντίποδα, η εκάστοτε κυβέρνηση που βρισκόταν πίσω στις δημοσκοπήσεις το πολύ-πολύ να έδινε κάποιο επίδομα ή κάποιες αόριστες υποσχέσεις για το μέλλον, καθώς κάποιος που ήδη κυβερνά δεν μπορεί να ακυρώσει τον εαυτό του και να υποσχεθεί κάτι τελείως διαφορετικό.
Ωστόσο, αυτή τη φορά, η προγραμματική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο βασικών πολιτικών αντιπάλων είναι εντελώς διαφορετική. Η ΝΔ διεκδικεί την εξουσία με ένα ασαφές πλαίσιο υποσχέσεων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κατά καιρούς παρουσιάσει κάποιες μειώσεις φόρων, τις μισές εκ των οποίων έχει εφαρμόσει, νομοθετήσει ή έστω δρομολογήσει η παρούσα κυβέρνηση. Παράλληλα, το βασικό οικονομικό αφήγημα της ΝΔ είναι πως, αν αναδειχθεί κυβέρνηση, τότε θα προχωρήσει σε ένα «επιθετικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό…) ώστε να πείσει τους εταίρους για την «αξιοπιστία» της για να διαπραγματευθεί σε δύο χρόνια την μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων σε 2%.
Μάλιστα, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει αναγάγει σχεδόν σε πανάκεια τη μείωση των πλεονασμάτων, επιχειρηματολογώντας πως μέσω αυτής θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για άλλες φοροελαφρύνσεις.
Πάμε, τώρα, στην κυβέρνηση: ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί μία νέα τετραετία δίνοντας απτά δείγματα ενός οδικού χάρτη μείωσης των φόρων, με παράλληλη ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους και αναδιανομή υπέρ των πολλών. Επίσης, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος δείχνει τις πολιτικές του προτεραιότητες δίνοντας κατευθύνσεις στην λειτουργία της αγοράς: τα εργασιακά δικαιώματα έχουν αποκατασταθεί, ο κατώτατος μισθός έχει ανεβεί, οι συνεταιρισμένοι αγρότες επιδοτούνται διαρκώς και ενισχύονται, οι νέοι εργαζόμενοι επιδοτούνται ώστε να βρίσκουν ευκολότερα δουλειά.
Πέραν όλων αυτών, όμως, αλλά και των φόρων που βρίσκονται σε τροχιά μείωσης, την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκε και κάτι άλλο, που πέρασε «στα ψιλά». Μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας και των χρημάτων που κατατέθηκαν σ’ αυτό, η Ελλάδα έχει ήδη «ξεμπερδέψει» -είτε αρέσει στους εταίρους είτε όχι…- με τον στόχο για πλεόνασμα 3,5%. Στον ειδικό αυτό λογαριασμό είναι κατατεθειμένα και «κλειστά» αρκετά χρήματα ώστε να ισοδυναμούν σε 1% του ΑΕΠ για κάθε χρόνο ως το 2022. Με άλλα λόγια, μέσω του περίφημου «κουμπαρά», αλλά και δημιουργικής οικονομικής σκέψης, ο στόχος για τα πλεονάσματα έχει επί της ουσίας «πέσει» στο 2,5% από τώρα. Και χωρίς να χρειάζονται «επιθετικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων» από πολιτικούς που θεωρούν «ξεπερασμένο» το 8ωρο, «ιδεοληψίες» τις συλλογικές συμβάσεις και «λαϊκισμό» την 13η σύνταξη.