Ας δώσουμε για μια μέρα στον εαυτό μας – και… στον αναγνώστη – κατά κάποιον τρόπο “άδεια” απο την παρακολούθηση των πυκνών και υπέρθερμων εξελίξεων στο μέτωπο της οικονομίας, των πολιτικών αντεγκλήσεων, της κοινωνικής αμηχανίας (που εμείς, οι του Τύπου, συχνά την προσεγγίζουμε ως αναβρασμό ενώ περισσότερο φέρνει απο δυσαρεστημένη και ανασφαλή επιφυλακτικότητα). Και ας σταθούμε σε κάτι που κάθε τόσο έρχεται στο προσκήνιο, λογω της εξάντλησης των ορίων της πολιτικής και της φαντασίας των πολιτικών: τις εκκλήσεις για συνταγματική αναθεώρηση η οποία – υποτίθεται, θεωρείται, υποστηρίζεται – ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες γενικότερης επανεκκίνησης ενός (βελτιωμένου) πολιτικού συστήματος.
Έχουμε καιρό να ακούσουμε τέτοια συζήτηση, αν και τώρα τελευταία έχουν υπάρξει πάλι κάποια μουρμουρητά με αφορμή το εκλογικό σύστημα (που όλοι αναγνωρίζουν ότι νοσεί, βαριά, ιδίως το πριμ των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα υπό τις τωρινές ασθενικού δικομματισμού…), συν οι διστακτικές αναφορές σε ανάγκη αναθεώρησης τότε που η αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έφερε την συζήτηση περί αναθεώρησης στο προσκήνιο.
Οι συζητήσεις αυτές, στην ουσία, σταματούν πού; στις διαδικαστικές και ουσιαστικές περιοριστικές ρυθμίσεις τού (σε αυτό το σημείο) βαθύτατα συντηρητικού Συντάγματος “Καραμανλή” του 1975. Κατά το οποιο για να ξεκινήσει, να προχωρήσει και να τελεσφορήσει η αναθεώρησή του απαιτεί τόσες διαδοχικές ψηφοφορίες και βουλές που… αποστρατεύει τις προσπάθειες. Και οδηγεί σε αναθεωρήσεις “ώδινεν όρος και έτεκε μυν”, ή πάλι σε άθλιες (συγγνώμην αλλά άθλιες είναι) ευρύτατες συναινέσεις όπως εκείνες περί της ντροπιαστικής μη-ευθύνης υπουργών, ή κάποια στιγμή υπέρ των ανεπάγγελτων βουλευτών.
Τι μύγα μας τσίμπησε και αγγίζουμε αυτό το ζήτημα; Φυλλομετρούσαμε σ’ ένα αεροπλάνο το (σχετικά πρόσφατο) βιβλίο του Γ. Μαυρογορδάτου για το θέμα του Εθνικού Διχασμού. Όχι, δεν θα σταθούμε στον υπορρέοντα πειρασμό να ξαναδούμε το σήμερα ως σκηνικό ενός νέου Διχασμού – πάντως όχι τώρα! Ομως, να, βλέπαμε πώς και τότε, που υπήρχε η αίσθηση ότι η κοινωνική/πολιτική στασιμότητα “απαιτούσε” θεσμική επανεκκίνηση, δεν είχε αρκέσει το Κίνημα στο Γουδί του 1909 ούτε η μετάκληση Βενιζέλου από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και οι καταιγιστικές πολιτικές εξελίξεις. Θεωρήθηκε ότι αναγκαία εκτόνωση θα ήταν να προωθηθεί Συνταγματική Αναθεώρηση και γι’ αυτό – προσέξτε κυρίως από εδώ και πέρα! – “οι χρονοβόρες διαδικασίες που προέβλεπε το Σύνταγμα (ψήφιση της πρότασης αναθεώρησης από δυο διαδοχικές Βουλές) παρακάμφθηκαν”. Γίνονται λοιπόν εκλογές για ανάδειξη της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής “με διπλάσιο αριθμό βουλευτών, απο την απλή Βουλή, όπως απαιτούσε το τότε Σύνταγμα”, αλλά επικρατούν σ’ αυτές τα παλιά κόμματα! Όμως, από την πρώτη στιγμή, οι ριζοσπαστικότεροι βουλευτές αξιώνουν “να ανακηρυχθεί το σώμα Συντακτική Συνέλευση” (που θα μπορούσε να αναθεωρήσει και θεμελιώδεις ακόμη διατάξεις όπως εκείνη περί του πολιτεύματος). Τότε έχουμε και το γνωστό επεισόδιο, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αντιμετωπίζει απο εξώστη στην Πλατεία Συντάγματος την βουή του πλήθους που απαιτούσε “Συντακτική” επιμένοντας ότι ο ίδιος ήθελε Αναθεωρητική. Όταν όμως αισθάνθηκε ότι παγιδευόταν, οδήγησε σε νέες εκλογές για την Β΄ Αναθεωρητική.
Μην μείνουμε άλλο στις ιστορικές λεπτομέρειες. Η αναθεώρηση που έδωσε το Σύνταγμα του 1911 υπήρξε και ευρύτατη αλλά (ακόμη πιο σημαντικό) εισήγαγε το μεγαλύτερο κύμα μεταρρυθμίσεων στην Ελληνική ιστορία. Βέβαια, τότε, υπήρχε ένας Βενιζέλος (Ελευθέριος). Και υπήρχε η κοινωνική κατάγνωση της ανάγκης: οπότε τίποτε το νομικό δεν στεκόταν στον δρόμο της αλλαγής – ούτε το σύνταγμα.