Οι κύριοι σκοποί του επιστημονικού πεδίου της Μακροοικονομικής (Macroeconomics), είναι “η μεγέθυνση της οικονομίας μιας χώρας με ικανοποιητικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, η συνεχής αύξηση της συνολικής απασχόλησης, η επίτευξη συνθηκών σταθερότητας του οικονομικού συστήματος και η διαχρονική άνοδος της ευημερίας των πολιτών”. Η “μεγέθυνση” (expansion) της οποιασδήποτε χώρας του πλανήτη αποτυπώνεται στην ανοδική πορεία του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Το ποσοστό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ από χρόνο σε χρόνο καθρεφτίζει τους ετήσιους αναπτυξιακούς ρυθμούς της χώρας. Μέσοι ετήσιοι αναπτυξιακοί ρυθμοί γύρω στο 3% αξιολογούνται ικανοποιητικοί, διασφαλίζοντας έτσι την διαχρονική αύξηση της συνολικής απασχόλησης και την διατήρηση των ετήσιων ποσοστών ανεργίας κάτω του 5%. Η ανάπτυξη της οικονομίας θα πρέπει να συντελείται σε συνθήκες σταθερότητας (ισορροπίας) του οικονομικού συστήματος. Για παράδειγμα, η συγκράτηση του πληθωρισμού σε μονοψήφια επίπεδα π.χ. 2%, η διατήρηση των ποσοστών ανεργίας κάτω του 5% και η δυνατότητα της χώρας να εξυπηρετεί άνετα το δημόσιο χρέος της, καταδεικνύουν την ύπαρξη συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας. Παράλληλα, η συνεχής αύξηση της ατομικής ευημερίας των πολιτών αντανακλά την ανύψωση της συνολικής κοινωνικής ευημερίας. Ποιοτικοί και ποσοτικοί παράγοντες, όπως είναι η αύξηση του πραγματικού μισθού των εργαζομένων, η άνοδος των κρατικών παροχών προς τους πολίτες, η βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων από το κράτος προς τους πολίτες “δημόσιων αγαθών” (παιδεία, υγεία, κ.ά.) και η αναβάθμιση των υποδομών σε υλικό (πάγιο) κεφάλαιο, αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα της ατομικής και της κοινωνικής ευημερίας. Η “δημοσιονομική”, η “νομισματική”, η “εισοδηματική” και η “αναπτυξιακή πολιτική”, αποτελούν τους τέσσερις άξονες επί των οποίων κινείται το σύνολο της “μακροοικονομικής πολιτικής”. Η άσκηση όμως της μακροοικονομικής πολιτικής δεν είναι μια απλή και εύκολη υπόθεση για τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Απεναντίας, η μακροοικονομική πολιτική συνιστά μια πολύπλοκη διαδικασία, η οποία προαπαιτεί μεγάλες ικανότητες και ευρύ ορίζοντα σκέψης από τα εκάστοτε κυβερνητικά οικονομικά επιτελεία που καλούνται να την εφαρμόσουν. Για παράδειγμα, αρκετοί πολιτικοοικονομικοί αναλυτές που δεν έχουν ενδιατρίψει σε βάθος στο επιστημονικό αντικείμενο της Μακροοικονομικής, πιστεύουν ότι το νόμισμα μπορεί να αποτελέσει τον από μηχανής Θεό που θα βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα της μακρόσυρτης ύφεσης και θα επιλύσει τα ακανθώδη δημοσιονομικά μας προβλήματα. Στην εποχή των βάναυσων και αντιλαϊκών μνημονιακών οικονομικών πολιτικών, πολιτικά πρόσωπα διαφόρων κομματικών αποχρώσεων υποστηρίζουν ότι η επάνοδος της Ελλάδας στο νομισματικό καθεστώς της δραχμής, αυτόματα θα ωθούσε την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή πορεία και το δημόσιο χρέος θα γινόταν βιώσιμο (εξυπηρετήσιμο). Αυτές οι απόψεις δεν έχουν επιστημονικά ερείσματα και ουδεμία σοβαρή Σχολή Οικονομικής Σκέψης τις υιοθετεί. Κατ’ αρχάς, τι σχέση έχουν η δημοσιονομική και η εισοδηματική πολιτική, με το είδος του νομίσματος που κυκλοφορεί στην οικονομία μιας χώρας; Aν το εθνικό νόμισμα της Ελλάδας ήταν η δραχμή, το δολάριο, η κορώνα, το φράγκο ή το ρεάλ, μήπως θα αυξάνονταν τα κρατικά έσοδα και θα μειώνονταν τα δημοσιονομικά ελλείμματα; Ή μήπως με την υιοθέτηση της δραχμής, η εθνική μας οικονομία θα εισερχόταν την επόμενη μέρα σε φάση ταχύρυθμης αναπτυξιακής πορείας; Το νόμισμα μιας χώρας, είτε λέγεται δραχμή, ευρώ, δολάριο, γουάν, γιεν, νάιρα, πέσο, κ.ά., ουδεμία σχέση έχει με τους αντικειμενικούς (πραγματικούς) παράγοντες, που άμεσα ή έμμεσα προσδιορίζουν τους αναπτυξιακούς ρυθμούς και τη σταθερότητα του οικονομικού συστήματος. Η ταύτιση του “νομίσματος” μιας χώρας με την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης μακροοικονομικής πολιτικής, αποτελεί μέγα επιστημονικό λάθος και πιστοποιεί την ασχετοσύνη οποιουδήποτε επικαλείται τέτοιες κομπογιαννίτικες απόψεις. Την περίοδο 1980-1993 το εθνικό νόμισμα της Ελλάδας υπήρξε η δραχμή, σε αντιδιαστολή με την εξαετία 2002-2007 που το ευρώ ήταν το εθνικό μας νόμισμα. Γιατί την περίοδο 1980-1993 ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας ανήλθε μόλις σε 0,7% έναντι 4,1% που διαμορφώθηκε την περίοδο 2002-2007; Και για να δώσουμε περισσότερο ενδιαφέρον στην επιχειρηματολογία μας. Γιατί την περίοδο 1970-2001 επί εποχής δραχμής, το χρέος της “γενικής κυβέρνησης” ως ποσοστό του ΑΕΠ από 18% εκτοξεύτηκε σε 107,1%;