Το βιβλιο του πρώην υπουργού Αριστείδη Μπαλτά, του οποίου ο τίτλος («Τα πολλά πρόσωπα του κομμουνισμού»), παραπέμπει σ’ ένα είδος νοσταλγίας, για την ουτοπία του κομμουνιστικού παραδείσου, προκάλεσε ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έχουμε διαβάσει το βιβλίο (εδώ που τα λέμε, η περίοδος της καλοκαιρινής ευδίας δεν προσφέρεται) και δεν ξέρουμε καν αν το διάβασαν, με την απαιτούμενη εμβρίθεια, όσοι αποφάνθηκαν ότι ο πρώην υπουργός και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, εντάσσεται στους αθεράπευτους νοσταλγούς των κομμουνιστικών καθεστώτων. Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια, απλουστευτική, έως ισοπεδωτική, προσέγγιση ενισχύει την ταύτιση και του ΣΥΡΙΖΑ, με το μοντέλο των κομμουνιστικών καθεστώτων, όπως τα γνωρίσαμε στις χώρες του «υπαρκτού σχολιασμού». Άγχος κι αυτό, ε; Αν, τώρα, υπήρχε πραγματική διάθεση, με αφορμή και μόνο το βιβλίο, για μια δημιουργική και επαγωγική προσέγγιση, με την αποφόρτιση που δημιουργεί η χρονική απόσταση, θα στεκόμασταν στις σπαρακτικές εξομολογήσεις, επώνυμων και ανώνυμων, μετά την παταγώδη κατάρρευση, του συνόλου πια, του κομμουνιστικού μπλοκ, από το 1989 και έπειτα. Τον εσωτερικό συγκλονισμό που τους προκάλεσε η αίσθηση της οριστικής ήττας, του αμετάκλητου τέλους, σε ότι, για εκείνους, αποτέλεσε στοιχείο της ύπαρξης τους, την ελπίδα μιας άλλης ζωής. Πολλοί απ` αυτούς είχαν έγκαιρα πάρει αποστάσεις ή και είχαν ασκήσει σκληρή κριτική, για την αυταρχική-και όχι μόνο-μετάλλαξη των συγκεκριμένων καθεστώτων. Όμως, τους ήταν αδύνατο, έως και αδιανόητο, να συμφιλιωθούν με την ιδέα, ότι δεν επρόκειτο για μια παρέκκλιση, που κάποιος Γκορμπατσόφ θα επανέφερε… το ρυάκι, στην ορθή του κοίτη, αλλά για μια αμετάκλητη ή και εγγενή διαστροφή, που ήταν καταδικασμένη στην ήττα και την εξαφάνιση.
Ιδιαίτερα στη χώρα μας, το αιματηρό φορτίο που συνόδευσε αυτή την ουτοπική αναζήτηση μιας ιδανικής κοινωνίας, οι μνήμες και οι συναισθηματικές ταυτίσεις, απέκτησαν, σχεδόν, μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Γνωρίζουμε ανθρώπους, εξαιρετικά αξιόλογους και με βαθιά μόρφωση, που είχαν αποβάλει από νωρίς τις όποιες αυταπάτες, που ασκούσαν σκληρή κριτική στις θεμελιώδεις επιλογές, τις ιδεοληπτικές εμμονές και την περιφρόνηση ή υποτίμηση της λεγόμενης «αστικής δημοκρατίας», αλλά, στο τέλος, ψήφιζαν ΚΚΕ, διότι υπερίσχυαν οι «δεσμοί αίματος» που είχαν σφυρηλατηθεί σε δεκαετίες αγώνων και διώξεων και περνούσαν από γενιά σε γενιά. Αν θέλουμε, επομένως, να ερμηνεύσουμε τι ήταν ο Κομμουνισμός, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε. Κι αυτό, θέλει περίσσευμα ψυχής…
ΛΕΥΤ. ΚΑΝΑΣ