Περί Δραχμής και Νομισματικής Πολιτικής

 

Η Μακροοικονομική Πολιτική αποσκοπεί στην ανάπτυξη του οικονομικού συστήματος μιας χώρας με ικανοποιητικούς ρυθμούς, σε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας και συνεχούς αύξησης της ευημερίας των πολιτών. Η σταθερότητα (ισορροπία) του οικονομικού συστήματος της οποιασδήποτε χώρας του κόσμου, αντανακλάται στην επίτευξη χαμηλών επιπέδων πληθωρισμού π.χ. 2%, στη διαχρονική αύξηση της απασχόλησης και άρα στη διατήρηση των ποσοστών ανεργίας κάτω του 6%, στην πειθαρχία των Δημοσίων Οικονομικών και βασικά ο λόγος δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) να κυμαίνεται κάτω του 80% και στην ισοσκέλιση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Για την πραγματοποίηση των πρωταρχικών στόχων της ανάπτυξης, της σταθερότητας του οικονομικού συστήματος και της προαγωγής της κοινωνικής ευημερίας, η σύγχρονη Μακροοικονομική (Macroeconomics) δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε δύο κομβικής σημασίας πολιτικές, την «δημοσιονομική πολιτική» (fiscal policy) και τη «νομισματική πολιτική» (monetary policy).

Λαμβάνοντας υπόψη τον εξελισσόμενο διάλογο ως προς το ατύχημα ενός Grexit, δηλαδή της αποχώρησης της Ελλάδας από τη Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ ή Ευρωζώνη), θα εστιάσουμε την ανάλυσή μας στο σκέλος της «νομισματικής πολιτικής». Η νομισματική πολιτική έχει τέσσερις επιμέρους πολιτικές και πιο συγκεκριμένα: 1) Την πολιτική που αφορά τη μεταβολή της προσφοράς χρήματος σχετική με την αυξομείωση του κυκλοφορούντος χρήματος στην οικονομία. 2) Την πολιτική της “ανοικτής αγοράς” που σχετίζεται με την αγοραπωλησία κρατικών χρεογράφων από την πλευρά της Κεντρικής Τράπεζας. 3) Την πολιτική επί των επιτοκίων και ειδικότερα εκείνων των επιτοκίων που το επίπεδό τους ορίζεται από τις πρωτοβουλίες της Κεντρικής Τράπεζας. Και 4) Την “συναλλαγματική πολιτική” που συσχετίζεται με την “υποτίμηση” (devaluation) ή την “ανατίμηση” (overvaluation) του εθνικού (εγχώριου) νομίσματος της χώρας. Οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονται από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας και κινούνται στα πλαίσια άσκησης της συνολικής μακροοικονομικής πολιτικής.

Η μακροοικονομική πολιτική χαράσσεται και υιοθετείται από τις κυβερνήσεις των διαφόρων χωρών. Συνεπώς, οι κεντρικές τράπεζες ουσιαστικά ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές της μακροοικονομικής πολιτικής, όπως αυτές έχουν χαραχθεί από τα κυβερνητικά οικονομικά επιτελεία. Μετά το 2010 που η χώρα μας μπήκε στη περιπέτεια των απάνθρωπων και ανερμάτιστων μνημονιακών οικονομικών πολιτικών, άσχετοι και καιροσκόποι πολιτικοί, καθώς επίσης ημιμαθείς οικονομολόγοι, προπαγανδίζουν στους πολίτες την ιδέα ότι αν η Ελλάδα επιστρέψει στο νομισματικό καθεστώς της δραχμής, ως δια μαγείας θα επιλυθούν όλα τα οικονομικά-δημοσιονομικά της προβλήματα και σαν τα παραμύθια θα ζήσουμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα. Η άποψη που συχνότερα προπαγανδίζεται, είναι ότι με την επιστροφή στη δραχμή, θα αποκτήσει η Τράπεζα της Ελλάδας το όπλο της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, θα αυξηθούν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, όπως αγροτικά προϊόντα, υπηρεσίες τουρισμού και ναυτιλίας, κ.λπ., με συνέπεια η χώρα να εισέλθει σε φάση ταχύρυθμης αναπτυξιακής διαδικασίας και έτσι να επιτευχθεί η πολυπόθητη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.  

Κατ’ αρχάς, η ουσιώδης παρατήρηση είναι ότι η μεταβολή (διακύμανση) της συναλλαγματικής ισοτιμίας του οποιουδήποτε νομίσματος, εξαρτάται από τις δυνάμεις των διεθνών χρηματαγορών. Δυνάμεις που σχετίζονται με οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς  και γεωπολιτικούς παράγοντες. Η άποψη που αρκετοί ημιμαθείς πολιτικοοικονομικοί σχολιαστές διακινούν στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, ότι, αν η χώρα μας φύγει από την Ευρωζώνη και επιστρέψει στη δραχμή, η Τράπεζα της Ελλάδας θα προκαθορίζει τη συναλλαγματική της ισοτιμία έναντι του ευρώ, του δολαρίου και των υπόλοιπων ισχυρών ξένων νομισμάτων, στερείται επιστημονικής βάσης και άρα είναι λανθασμένη. Για παράδειγμα, την περίοδο 1973-2000 η συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής έναντι του αμερικανικού δολαρίου από 29,72 αυξήθηκε σε 365,412 δραχμές, υποδηλώνοντας ότι η δραχμή την περίοδο αυτή είχε υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου κατά 1.129,5%.  Η υποτίμηση της δραχμής συνεπάγεται την ανατίμηση του δολαρίου. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος κερδοσκόπος, ενώ το 1973 με 1.000.000 δολάρια αγόραζε μόλις 29.720.000 δραχμές, το 2000 με τα ίδιο ποσό αγόραζε  341.412.000 δραχμές. Ερώτημα: Ποιοι παράγοντες προκάλεσαν την υποτιμητική πορεία της δραχμής έναντι του αμερικανικού δολαρίου και των υπόλοιπων ισχυρών ξένων νομισμάτων κατά την περίοδο 1973-2000; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο της αυριανής μας επιφυλλίδας.  

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή