Το γεγονός ότι στην ανθρώπινη ιστορία εμφανίζεται περίπου μία πανδημία ανά αιώνα έδινε ένα σοβαρό «ελαφρυντικό» τόσο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, όσο και στις κυβερνήσεις όλου του κόσμου αναφορικά με το πώς υποδέχθηκαν τον εφιάλτη του κορωνοϊού.
Όμως, σε μερικές ημέρες συμπληρώνεται ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που επιβεβαιώθηκε, στην μακρινή Γουχάν της Κίνας, το πρώτο κρούσμα του νέου ιού και έκτοτε, η παγκόσμια διασπορά του έχει δημιουργήσει μία συσσωρευμένη πείρα: με άλλα λόγια, η κυβέρνηση έχει την εμπειρία του πρώτου κύματος, το αποτυχημένο τεστ του ανοίγματος του τουρισμού και της θερινής χαλάρωσης, αλλά και διεθνή παραδείγματα για τα μοντέλα που ακολούθησαν άλλες χώρες.
Σε απλά ελληνικά, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, τα… παθήματα ήταν πολλά και ευλόγως, θα έπρεπε να γίνονται μαθήματα. Κι όμως, φαίνεται πως στην κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Τα πράγματα είναι απλά: στα τέλη Μαΐου όλοι μας είχαμε καταφέρει να εξαλείψουμε πρακτικά τον ιό στην κοινότητα. Μετά, όμως, ανοίξαμε άναρχα και χωρίς τεστ τον τουρισμό, η κυβέρνηση έδωσε σήμα χαλάρωσης και τα αποτελέσματα τα ξέρουμε. Τα ζούμε ακόμη, για την ακρίβεια. Επίσης, στην κυβέρνηση διαθέτουν καθημερινά στοιχεία για αντίστοιχα λάθη που έκαναν άλλες χώρες, πολλές εκ των οποίων μπαίνουν τώρα σε τρίτο κύμα καραντίνας, ενόσω εμείς εδώ αντιπαρατιθέμεθα μεταξύ μας για το πώς θα βγούμε από το δεύτερο κύμα.
Την ίδια στιγμή, τα ημερήσια κρούσματα δεν πέφτουν με την ταχύτητα που περίμεναν στην κυβέρνηση και την επιτροπή των ειδικών, τα εμβόλια θα έρχονται με το σταγονόμετρο και περιοχές της χώρας μπαίνουν ξανά σε «κόκκινο συναγερμό», κάτι που δείχνει είτε ότι τα ως τώρα ληφθέντα περιοριστικά μέτρα ήταν λαθεμένα, είτε πως τα μέτρα αυτά απλώς έδειξαν τα όριά τους.
Κι όμως, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η Πολιτεία έχει την ίδια αμέριμνη συμπεριφορά με εκείνη που δημιούργησε το δεύτερο κύμα: μόλις πριν μερικές ημέρες υπέκυψε στις πιέσεις της Εκκλησίας, ενώ έχει θέσει το όριο των 9 ατόμων από δύο οικογένειες στα εορταστικά τραπέζια, ενώ πολλοί ειδικοί είτε διαφωνούν, είτε δηλώνουν ότι στην αρμόδια επιτροπή ποτέ δεν «έπεσε» αυτό το νούμερο. Σαν να μην έφταναν αυτά, ολοένα και μεγαλώνουν οι «υποχωρήσεις» και προς την λειτουργία της αγοράς, καθώς η κυβέρνηση πιέζεται πανταχόθεν από, ευλόγως απελπισμένους, επιχειρηματίες και εργαζόμενους.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ανατροπή του χρονοδιαγράμματος για τον μαζικό εμβολιασμό, δημιουργούν σοβαρές προϋποθέσεις για να μπούμε σε ένα τρίτο κύμα πριν καν τιθασευθεί το δεύτερο. Και, για όσους σκεφτούν τώρα τη γνωστή «καραμέλα» της ατομικής ευθύνης (δηλαδή ότι θα φταίνε όσοι παπάδες δεν τήρησαν τα μέτρα στις εκκλησίες, όσοι πολίτες συγκεντρώθηκαν περισσότεροι από 9 στα σπίτια, όσοι πελάτες και έμποροι παραβίασαν τους όρους για τη λειτουργία της αγοράς), η απάντηση είναι απλή: τα μέτρα που απευθύνονται σε μία κουρασμένη από την καραντίνα κοινωνία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους και ένα ποσοστό «απόκλισης» από τους κανόνες, ακριβώς επειδή μιλάμε για ανθρώπους και όχι για πρόβατα. Όλα τα άλλα, είναι εκ του περισσού.