ΠΗγαν χαμένα πάνω από τρία τρισ. ευρώ που εισέρευσαν μετά το 1981 στα ελληνικά δημόσια ταμεία με τη μορφή φόρων, κοινοτικών πόρων και δανείων.
«Κάηκαν» οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης κατά την περίοδο 1995 – 2007 και πήγαν χαράμι οι θυσίες των ελληνικών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και η λεηλασία της ελληνικής οικονομίας με την εφαρμογή των περιβόητων Μνημονίων μετά το 2010, αφού το ποσοστό φτώχειας στη χώρα μας διαμορφώνεται σε εφιαλτικά επίπεδα, ενώ το δημόσιο χρέος συνεχώς καλπάζει.
Πλήρης, λοιπόν, επιβεβαίωση για μιαν ακόμη φορά το του Ηροδότου «τη Ελλάδι πενίη μεν αεί σύντροφός εστι» από τα στοιχεία της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος για τη χρήση του 2015, τα οποία καταγράφουν περαιτέρω επιδείνωση του κινδύνου φτώχειας τα μνημονικά χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, ο δείκτης του κινδύνου φτώχειας διαμορφώθηκε το 2014 (για τα εισοδήματα του 2013) στο 22,1% από 23,1% το 2013, αλλά σε σύγκριση με άλλες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο τρίτος υψηλότερος και παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο κοινοτικό όρο. Επίσης, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι το 2014 (για τα εισοδήματα του 2013) το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που βρίσκεται σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού, δηλαδή ζει με υλικές στερήσεις ή σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας αυξήθηκε σε 36% ή ανήλθε σε 3.885.000 άτομα, έναντι 25,7% το 2013.
Από τα διαχρονικά εθνικά και κοινοτικά στοιχεία προκύπτει ότι η Ελλάδα μετά το 1994 έχει σταθερά ποσοστό φτώχειας πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο και σταθερά πάνω σχεδόν από το 20%! Όπως αναφέρθηκε, το 2014 (για τα εισοδήματα του 2013) το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 22,1%, έναντι 23,1% το 2012 και το 2013 (ΕΕ: 17,2% και 16,7% αντίστοιχα). Επίσης, οι Έλληνες που ζούσαν στα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχονταν το 2010 στο 27,7% ή στα 3.031.000 άτομα, έναντι 2.147.000 ή 840.000 νοικοκυριά ή 19,7% το 2009. Ακόμη, το 2007 ο κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 20,3%, ενώ το 2006, το 2005 και το 2004 ήταν 20,5%, στο 19,6% και 19,9%, αντίστοιχα. Πάντως, σημειώνεται ότι στη χώρα μας ο κίνδυνος φτώχειας θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος, αν δεν περιοριζόταν σημαντικά χάρις στις αθρόες κοινωνικές δαπάνες, στο θεσμό της ελληνικής οικογένειας, τον υψηλό βαθμό ιδιοκατοίκησης, τα ιδιοπαραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες και, φυσικά, την οικογενειακή συνδρομή σε άτομα που υποφέρουν από τον κίνδυνο φτώχειας. Εκτιμάται, δηλαδή, ότι πάνω 4.500.000 Έλληνες θα βρίσκονταν κάτω από το χρηματικό όριο της φτώχειας ή διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του διαμέσου διαθέσιμου εισοδήματος για το σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat.