Η κυβέρνηση προέβαλε, την περασμένη εβδομάδα, την επίσκεψη του στρατάρχη Χαφτάρ στην Αθήνα ως «αντίμετρο» της ελληνικής διπλωματίας στον αποκλεισμό της Ελλάδας από την Διάσκεψη του Βερολίνου για το μέλλον της Λιβύης. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως η συγκεκριμένη κίνηση αποτελεί διπλωματική «αντεπίθεση» ή, τελοσπάντων, μία προσπάθεια της χώρας μας να διεκδικήσει έναν ενεργό ρόλο στις συγκεκριμένες διεργασίες. Μάλιστα, αν αυτό συνδυαστεί και με την προειδοποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη περί βέτο στην Ε.Ε. κατά της όποιας πολιτικής λύσης για το Λιβυκό, θα μπορούσε να δει κανείς ότι όντως η Αθήνα διεκδικεί ρόλο και λόγο στην περιοχή και στις εξελίξεις –με απώτατο στόχο, βεβαίως, όχι την εξομάλυνση της κατάστασης στη Λιβύη, αλλά την, μέσω αυτής, ακύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου για τις θαλάσσιες ζώνες.
Μόνο που, επειδή σημασία έχει η ουσία και η διπλωματία δεν ασκείται για να γίνεται πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων, υπάρχουν ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες: Ο Σάρατζ δεν μπορεί ούτε να αναπνεύσει χωρίς τον τούρκο πρόεδρο. Ο Χαφτάρ δε μας έχει ανάγκη. Και, βεβαίως, είναι εξαιρετικά σόλοικο –και απολύτως προσβλητικό- αυτό που ακούστηκε ακόμη και από έλληνες δημοσιογράφους προχθές, ότι δηλαδή… «η ελληνική φωνή θα ακουστεί στο Βερολίνο από τον στρατάρχη Χαφτάρ».
Επίσης, ούτε στο Λιβυκό η Ελλάδα είναι Τουρκία. Η Τουρκία βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων επειδή μετέχει με στρατό στη Λιβύη. Η Ελλάδα δεν στέλνει στρατό σε εμπόλεμες περιοχές –και καλά κάνει.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, παραμένει νεφελώδες σε τί πράγμα ακριβώς θα θέσει βέτο ο Κυριάκος Μητσοτάκης: σε ένα κείμενο συμπερασμάτων κατά το οποίο η Ε.Ε. θα χαιρετίζει την όποια πολιτική λύση στη Λιβύη; Γιατί αυτό δε θα έχει κανένα πρακτικό αντίκρυσμα.
Συγκεφαλαιώνοντας: τα παραπάνω είναι μερικές ουσιώδεις διαφορές που δείχνουν ότι ακόμη κι όταν γίνονται κινήσεις στη διπλωματία, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως οι κινήσεις αυτές αποτελούν κρίκους σε μία ενιαία αλυσίδα διπλωματικής στρατηγικής. Μπορεί να γίνονται απλώς για τις εντυπώσεις.