Η διαπίστωση ότι επί ηγεσίας Κυριάκου Μητσοτάκη η ΝΔ έχει στρίψει –«τελεσίδικα», ή, πάντως, όχι συγκυριακά- προς τα δεξιά τείνει να γίνει κοινότοπη. Έχει γραφτεί, έχει αναλυθεί, έχει πολλάκις αποδειχθεί με τις θέσεις που εκφράζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τη στάση που τηρεί στη Βουλή για μείζονα ζητήματα.
Εν πολλοίς, οι λόγοι έχουν αναζητηθεί στο εύθραυστο εσωκομματικό σκηνικό: τριάμισι χρόνια μετά την εκλογή του –από τη βάση δε- στον προεδρικό θώκο της ΝΔ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει πρόεδρος του κόμματος, αλλά όχι αρχηγός του. Οι καλά γνωρίζοντες την εσωκομματική σκακιέρα επιμένουν ότι ο πρόεδρος της ΝΔ «ξεπληρώνει γραμμάτια» στον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος τον βοήθησε να εκλεγεί κόντρα στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Με την ίδια λογική εξηγούν οι εν λόγω και την ακατανόητη, ώρες ώρες, ανοχή που δείχνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον Άδωνι Γεωργιάδη: βλέπετε, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ, πέραν του ότι εκφράζει πλέον μία ολοκληρη τάση στην ΝΔ ως ο φυσικός ηγέτης της «σαμαρικής» πλευράς, ήταν και εκείνος που στήριξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στον δεύτερο γύρο –και το «εξαργυρώνει» έχοντας κάνει μέσα σε 7 χρόνια με ρυθμό-εξπρές την διαδρομή από βουλευτής παρακμιακού ακροδεξιού λούμπεν κόμματος του περιθωρίου στην υπ’ αριθμόν 2 θέση της ιστορικότερης παράταξης της χώρας.
Οσοι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι κάτι έχει μείνει στον Μητσοτάκη από τον… Κυριάκο –δηλαδή από το κεντρώο, φιλελεύθερο προφίλ που έχτιζε με συνέπεια από το 2004- υποστηρίζουν ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κρατά μεν παραλυτικές ισορροπίες τώρα, αλλά εάν γίνει πρωθυπουργός και αποκτήσει «το μαχαίρι και το πεπόνι», τότε θα αλλάξει. Σύμφωνα με αυτή την λογική, τότε ο Μητσοτάκης θα ξαναγίνει Κυριάκος.
Ωστόσο, υπάρχουν δείγματα περί του αντιθέτου. Και είναι ήδη αρκετά. Κορυφαίο εξ αυτών αποτελεί η επιλογή του προέδρου της ΝΔ να στηρίξει τον Μάνφρεντ Βέμπερ για την προεδρία της Κομισιόν.
Ο Βέμπερ πήρε το χρίσμα της ευρω-Δεξιάς δύσκολα, καθώς θεωρείται ότι περισσότερο διχάζει και αφαιρεί, παρά ενώνει και προσθέτει. Ακόμη και στους κόλπους της γερμανικής Κεντροδεξιάς, θεωρείται ένας κάπως γραφικός βαυαρός με την κλασική νοοτροπία «πρώτα Βαυαρός, μετά Γερμανός, μετά Ευρωπαίος». Αν, μάλιστα, η Μέρκελ δεν βρισκόταν σε τόσο δεινή θέση και σε τόσο εύθραυστες ισορροπίες με το CSU, θεωρείται δεδομένο ότι δε θα έλεγε το «ναι» για την υποψηφιότητα Βέμπερ –που ακόμη και εντός της Γερμανίας έχει πρόβλημα… αναγνωρισιμότητας.
Ο Βέμπερ, βεβαίως, δεν είναι απλώς ένας κακός Γερμανός. Ούτε απλώς μία ήσσονος σημασίας πολιτική προσωπικότητα του ΕΛΚ. Ταυτοχρόνως, είναι εκείνος που υιοθετεί την λογική των κλειστών συνόρων στο προσφυγικό, που επιδεικνύει ακατανόητη ανοχή στον ούγγρο Όρμπαν, που υποστήριξε το άθλιο στερεότυπο των «τεμπέληδων Ελλήνων», που τόνισε ότι «το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι έχει κομμουνιστή πρωθυπουργό». Με άλλα λόγια, ακόμη κι όταν πρόκειται για Ευρωεκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «ψηφίζει» Βέμπερ και βγαίνει Άδωνις. Εκτός κι αν είναι κι αυτό μία σύμπτωση…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ