Όπου υπάρχει πολιτική βούληση…

Στο δημόσιο διάλογο στη χώρα μας αντιμετωπίζεται πολλές φορές ως μία «δεδομένη συνθήκη» η τάση ελαστικοποίησης της εργασίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, πριν καν κερδίσει τις εκλογές, είχε χαρακτηρίσει το 8ωρο «παρωχημένο», ενώ υποτίθεται ότι αποτελεί πλέον μία νομοτέλεια η σύνδεση της ανταγωνιστικότητας μίας οικονομίας με το πόσο ελαστικές είναι οι εργασιακές σχέσεις που ισχύουν στην οικονομία αυτή.

Κάπως έτσι, το υπουργείο Εργασίας έχει βαλθεί να πλήξει με τρόπο βάρβαρο τα εργασιακά δικαιώματα, με απλήρωτα 10ωρα, με ρεπό αντί υπερωριών, με την ουσιαστική απενεργοποίηση της –παλιάς- Επιθεώρησης Εργασίας και με πλείστους όσους τρόπους. Βεβαίως, υπήρξαν κάποιες περιπτώσεις που, παρά την πανδημία και την παράλυση που αυτή προκάλεσε στα κοινωνικά κινήματα, οι εργαζόμενοι είπαν το περίφημο «ως εδώ και μη παρεκεί».

Κάπως έτσι, για παράδειγμα, είχαμε τις υποδειγματικές κινητοποιήσεις των διανομέων με αφορμή την πίεση που τούς άσκησε μία ηλεκτρονική πλατφόρμα διανομής φαγητού, μέσω των οποίων όχι μόνο η ίδια η πλατφόρμα ετράπη σε άτακτη υποχώρηση, αλλά αποδείχθηκε και πως η περίφημη φράση «χαμένοι είναι μόνο οι αγώνες που δεν δίνονται» δεν αποτελεί απλώς ένα παλαιοκομμουνιστικό κλισέ.

Επιστροφή στο θέμα μας, όμως: είναι συνδεδεμένα τα εργασιακά δικαιώματα με την «ανταγωνιστικότητα»; Είναι νομοτέλεια και μονόδρομος η τάση ελαστικοποίησης των σχέσεων για να κρατηθεί όρθια μία οικονομία στο περιβάλλον οξυμμένου διεθνούς ανταγωνισμού; Στην Ισπανία δεν φαίνεται να το πιστεύουν: ο νέος νόμος της προοδευτικής κυβέρνησης Σάντσεθ, δηλαδή, της κυβέρνησης που έχουν συγκροτήσει οι Σοσιαλιστές και οι «Ποδέμος», καταργεί όλες τις ρυθμίσεις της «λογικής Χατζηδάκη» στις οποίες είχε προβεί η κεντροδεξιά κυβέρνηση Ραχόι πριν καταρρεύσει εν μέσω σκανδάλων. Εφεξής, λοιπόν, στην Ισπανία θα υπερισχύουν οι κλαδικές συμβάσεις έναντι των επιχειρησιακών, και, σε περίπτωση λήξης τους χωρίς να έχουν αντικατασταθεί από νέες, παρατείνονται αυτόματα –αυτό που λέγαμε εδώ παλιά «Μετενέργεια». Επίσης, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα πρέπει πια να δικαιολογούνται, με βάση πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων, και μετατρέπονται αυτόματα σε αορίστου χρόνου, μετά από 18 μήνες εργασίας στην ίδια επιχείρηση. Αν, δηλαδή, μία επιχείρηση συλληφθεί να λέει ψέματα και να απασχολεί εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου για πάγιες και διαρκείς ανάγκες, μετά την παρέλευση των 18 μηνών οι συμβάσεις αυτές αλλάζουν αυτόματα. Όλα αυτά, μερικούς μόλις μήνες μετά τα προηγούμενα νομοθετήματα που κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση, όταν η κυβέρνηση της Ισπανίας περιόρισε την αυθαιρεσία των διάφορων πλατφορμών διανομής φαγητού, αναγνωρίζοντας ότι οι απασχολούμενοι σ’ αυτές διανομείς δεν είναι «ελεύθεροι συνεργάτες», αλλά εργαζόμενοι με εξαρτημένη σχέση εργασίας που δικαιούνται όλα τα δικαιώματα που απορρέουν απ’ τη σχέση αυτή. Συμπέρασμα: προφανώς καμία κυβέρνηση δε θα καταρράκωνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της –πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για τον κολοσσό της Ισπανίας. Απλώς, όπου υπάρχει πολιτική βούληση, υπάρχει και τρόπος.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή