Μακάρι να είχαμε έναν ευρωπαϊκό «κόφτη» μετά το 1981. Τότε θα ξεσκεπαζόταν ο περιβόητος μακροικονομικός λαϊκισμός όλων των κυβερνήσεων, ο οποίος άλλοτε γινόταν προσπάθεια να αποκρυβεί με τη δημιουργική λογιστική και άλλοτε κορυφωνόταν με πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για σκληρά μέτρα προκειμένου να δοθούν νέα δάνεια ή δόσεις, με γελοιοποίηση των μπαχαλοπροϋπολογισμών και των περιβόητων προγραμμάτων σύγκλισης και με κοροϊδία των κριτηρίων του Μάαστριχτ.
Έτσι, το 2010, η χώρα μας παραδόθηκε στις δαγκάνες της τρόικας. Αλλά, κι αν ακόμη αυτός ο αυτόματος μηχανισμός, που εδράζεται σε ευρωπαϊκές πρακτικές, λειτουργούσε ήδη από το Μάρτιο του 2012 στο πλαίσιο του Δημοσιονομικού Συμφώνου που προβλέπει την υποχρέωση των κρατών – μελών για τη δημιουργία ενός μηχανισμού αυτόματης δημοσιονομικής προσαρμογής σε περίπτωση που παρατηρούνται αποκλίσεις από τους μακροπρόθεσμους στόχους, ίσως να μην οργίαζαν οι αντιμνημονιακοί – εραστές της εξουσίας και ίσως θα αποφεύγονταν οι συνεχείς λεηλασίες της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών νοικοκυριών, ύστερα από διαπιστώσεις των δανειστών ότι όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις άλλα υπόσχονταν κι άλλα έκαναν!!!
Έτσι, στην Ελλάδα, για όλους αυτούς τους λόγους, υπήρχαν μετά το 1980 κυβερνήσεις, που γίνονταν «κόφτες» χωρίς να υπάρχει τρόικα. Απλώς, οι συνεχείς δημοσιονομικοί εκτροχιασμοί από τον περιβόητο «μακροοικονομικό λαϊκισμό» και το τρισκατάρατο κομματικό κόστος, επέβαλαν την ανακοίνωση σκληρών πακέτων μέτρων, τα οποία, μαζί με τα άλλα, συρρίκνωναν ή μείωναν σημαντικά τον πραγματικό μισθό και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Μετά το 1980 έγιναν 12 τέτοια σκληρά χτυπήματα από «κόφτες» – κυβερνήσεις. «Κόφτες» των πραγματικών μισθών ήταν η Νέα Δημοκρατία (έξι φορές), το ΠΑΣΟΚ (πέντε φορές) και ο ΣΥΡΙΖΑ (με το «καλημέρα» στην εξουσία!).
