Έννα από τα καυτά θέματα, που βρίσκεται στο τραπέζι των διαβουλεύσεων με το κουαρτέτο, είναι ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα. Σήμερα, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός στη χώρα μας ορίζεται στα 586,1 ευρώ (€) έναντι 751,4 € που ήταν το 2011. Το επίπεδο του κατώτατου μισθού αποτελεί καίριο οικονομικό μέγεθος, καθότι οι περισσότεροι μισθοί στους διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, υπολογίζονται με κριτήριο το μέγεθος του κατώτερου μισθού. Για παράδειγμα, πριν το 2010, έλληνας πτυχιούχος κάτοχος Μάστερ (ΜΑ, MSc, ΜΒΑ, κ.ά.), ελάμβανε από τις εγχώριες ελληνικές εμπορικές τράπεζες 1.400 € μικτές μηνιαίες αποδοχές έναντι 850 € που λαμβάνει σήμερα. Μια από τις προτάσεις που έχει πέσει στο τραπέζι των συζητήσεων, είναι και εκείνη του “υποκατώτατου μισθού”, που έχει προταθεί από την Επιτροπή Ειδικών του υπουργείου Εργασίας. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, για τον πρώτο χρόνο απασχόλησης ο νέος εργαζόμενος θα λαμβάνει το 90% του ισχύοντος κατώτατου μισθού ή 527,5 € και για τον δεύτερο χρόνο εμπειρίας θα παίρνει το 95% του κατώτατου μισθού ή 556,8 €. Νομικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι η συγκεκριμένη πρόταση της Επιτροπής Ειδικών, είναι πολύ δύσκολο να υιοθετηθεί στην πράξη, γιατί η διαφοροποίηση των απασχολουμένων ανάλογα με τα χρόνια εργασιακής τους εμπειρίας κρίνεται αντισυνταγματική.
Η δραματική μείωση των μισθών και των συντάξεων μετά το 2009, έχει συντελέσει σε μεγάλο βαθμό στην ανατροφοδότηση της οξύτατης κρίσης που τα τελευταία χρόνια διέρχεται η εθνική μας οικονομία. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας από περιοδική έχει μετεξελιχτεί σε παρατεταμένη. Η συρρίκνωση των πραγματικών μισθών και των συντάξεων, προκαλεί την ελάττωση της συνολικής ζήτησης στην οικονομία, με αναπόφευκτη συνέπεια τη συνεχή διεύρυνση του υφεσιακού ρήγματος. Η πτωτική τάση της συνολικής δαπάνης για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών, συνεπάγεται τη μείωση στις πωλήσεις (τζίρους) των επιχειρήσεων, με επακόλουθη την ελάττωση του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Σε συνθήκες καθοδικής πορείας στους τζίρους των επιχειρήσεων και ανοδικής τάσης των ζημιών τους, οι επιχειρήσεις αδυνατούν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση των τραπεζικών τους δανείων, με αποτέλεσμα την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων ή κόκκινων δανείων. Από την άλλη μεριά, το πετσόκομμα μισθών και συντάξεων, σε συνδυασμό με την διατήρηση της ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα, συντελούν στην αύξηση των κόκκινων δανείων από την πλευρά των νοικοκυριών.
Την περίοδο 2009-2016, τα κόκκινα δάνεια από μόλις 18 δις εκτιμάται ότι εξακοντίστηκαν σε 117 δις €. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η θεαματική αύξηση των κόκκινων δανείων μετά το 2010, οφείλεται στην τρομακτική μείωση του εισοδήματος των πολιτών, στη συρρίκνωση των πωλήσεων στις επιχειρήσεις και στα ζημιογόνα αποτελέσματα των επιχειρήσεων. Όσο η ελάττωση του διαθεσίμου εισοδήματος θα συνεχίζεται, τόσο η κρίση της ελληνικής οικονομίας θα διαιωνίζεται. Από μακροοικονομικής άποψης, το “διαθέσιμο εισόδημα” μιας χώρας περιλαμβάνει κάθε πηγή εισοδήματος, όπως μισθοί, νοίκια, επιχειρηματικά κέρδη, μερίσματα μετοχών, κ.ά. Η ανάπτυξη μιας χώρας ακόμα και με μέτριους ρυθμούς π.χ. 1,5%, συνεπάγεται την ταυτόχρονη άνοδο του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Στο προσχέδιο του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού (ΓΚΠ), αναφέρεται ότι το 2017 τα μέτρα λιτότητας από αυξήσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, περικοπές συντάξεων, κ.λπ., θα ανέλθουν σε 4 δις ευρώ. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το προσχέδιο του ΓΚΠ, ο αναπτυξιακός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται το 2017 σε 2,7%. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: Είναι δυνατόν η οικονομία του τόπου να εισέλθει το 2017 σε φάση ταχύρυθμης αναπτυξιακής πορείας, όταν στο προσχέδιο του ΓΚΠ παρατίθενται μέτρα λιτότητας για τον επόμενο χρόνο της τάξης των τεσσάρων δις ευρώ, προμηνύοντας έτσι την περαιτέρω συρρίκνωση του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος της ελληνικής οικονομίας;