Του Χρήστου Η. Χαλαζιά
Για μια φορά ακόμη οι ειδικοί σύμβουλοι του υπουργείου αμφισβητούν τα θαλάσσια συνοριακά δικαιώματα της χώρας μας στα ελληνικά παράλια. Σε αυτές τις δύσκολες μέρες την αμφισβήτηση έκανε πρώτος ο αναπληρωτής πρόεδρος της Εθνικής Ασφάλειας κ. Ντόκος προερχόμενος από το γνωστό ΕΛΙΑΜΕΠ και ακολούθησε (ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη) και ο πρόεδρος του επιστημονικού συμβουλίου του υπουργείου Εξωτερικών μέχρι 7-6-2020, κ. Χρήστος Ρόζεμπρκερ – Ροζάκης, που δήλωσε στον τηλεοπτικό σταθμό ΚΡΗΤΗ T.V ότι: «Το Καστελόριζο είναι απομακρυσμένο από τη Ρόδο, αλλά είναι κοντά στις ακτές τις τουρκικές». Είναι ντροπή, από τους υποτιθέμενους ειδικούς να απομονώνουν τμήματα της επικρατείας της χώρας μας και αμφισβητούν τα κυρίαρχα δικαιώματά μας, είναι υποχρεωμένοι ως Έλληνες να υπερασπίζονται ακόμη και την τελευταία ακατοίκητη βραχονησίδα μας.
Μάλλον θα πρέπει να θυμίσουμε τι ακριβώς λέει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, για τα σύνορα και την Ελληνική Συνθήκη των Παρισίων του 1947 που το Φεβρουάριο του 1948 έγινε νόμος του κράτους.
Το Διεθνές Δίκαιο ορίζει ότι ο εναέριος χώρος ενός κράτους είναι αυτός που «εκτείνεται πάνω από το χερσαίο έδαφός του και τα χωρικά του ύδατα» και το εύρος του προσδιορίζεται από τις συμβάσεις του Δικαίου της Θαλάσσης, του 1982, η οποία προβλέπει ότι « κάθε κράτος έχει το εύρος της χωρικής του θάλασσας» . Το πλάτος αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 12 ναυτικά μίλια». Αυτό σημαίνει ότι κάθε κράτος ανεξάρτητο έχει το δικαίωμα να αποφασίζει αυτό, από μόνο του το πότε και σε ποια έκταση θα εφαρμοστεί το όριο των δώδεκα μιλίων. Η χώρα μας έχει καθορίσει δυο αιγιαλίτιδες ζώνες: α) από το 1936, έχει έκταση έξι μιλίων και είναι γενικής εφαρμογής, β) είναι ειδικής εφαρμογής και το εύρος της. Που καθορίστηκε το 1931 με το νόμο 2569 σε δέκα μίλια για τους σκοπούς της αεροπορίας και της αστυνομίας αυτής.
Η Ελλάδα διατηρεί στο ακέραιο το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε δώδεκα μίλια, δικαίωμα το οποίο κατοχύρωσε και με δήλωση κατά την κύρωση της Σύμβασης του Δικαίου της Θαλάσσης τον Ιούλιο του 1995, η οποία τόνιζε ότι εκείνη «θα αποφασίσει πότε και πως θα ασκήσει αυτά τα δικαιώματα, σύμφωνα με την εθνική της στρατηγική. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι η Ελλάδα απεμπολά αυτά της τα δικαιώματα καθ’ οιονδήποτε τρόπο». (την εποχή της Σύμβασης 120 κράτη, μεταξύ των οποίων, οι Η.Π.Α, η Βρετανία και η Γαλλία είχαν δηχθεί το εύρος των δώδεκα μιλίων, δικαίωμα το οποίο άσκησε και η Τουρκία από το 1964, όταν αύξησε σε δώδεκα μίλια τα χωρικά της ύδατα στον Εύξεινο και βορείως της Κύπρου). Σε περιπτώσεις όπου τα νησιά βρίσκονται πολύ κοντά σε άλλη χώρα, τότε τα δυο κράτη συμφωνούν και ορίζουν τα χωρικά τους ύδατα.
‘Όταν τον Μάιο του 1995 η χώρα μας επικύρωσε τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα που επικύρωσε όλες τις στρατιωτικές αρμοδιότητες για την προάσπιση των «ζωτικών συμφερόντων» της χώρας. Αυτό «θωράκισε» έκτοτε τις τουρκικές κυβερνήσεις να μας απειλούν με «casus belli» στο ενδεχόμενο επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, των χωρικών υδάτων, δηλαδή στα δώδεκα μίλια. Σημειώνεται ότι οι τουρκικές απειλές συνιστούν παραβίαση του Χάρτη των Ενωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε) ο οποίος απαγορεύει στα κράτη μέλη την απειλή για χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις. Βέβαια ο Ο.Η.Ε όπως και το ΝΑΤΟ κρατάνε μια επικίνδυνη ουδετερότητα σ’ αυτό το εσωτερικό τους πρόβλημα, που θα έπρεπε να τους απασχολεί για την προστασία της ειρήνης.
Οι ισχυρισμοί της Τουρκίας ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα δώδεκα μίλια θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε «κλειστή λίμνη» και θα παρεμπόδιζε την ελεύθερη κίνηση των πλοίων της, είναι εντελώς αβάσιμοι. Διεθνείς Συμβάσεις και Συνθήκες τις οποίες έχει επικυρώσει η Ελλάδα κατοχυρώνουν πλήρως το δικαίωμα της «αβλαβούς διέλευσης» των πλοίων, ακόμη και των πολεμικών, μεταξύ των νησιών καθώς και το δικαίωμα της ελεύθερης «διέλευσης διόδου». Η τότε, η Σοβιετική Ένωση (Ρωσία) της δεκαετία του 1980 είχε εκφράσει «ανησυχία» για το ενδεχόμενο επέκτασης των ελληνικών ορίων στα δώδεκα μίλια, αλλά ανακάλεσε τις επιφυλάξεις της όταν η Ελλάδα παρουσίασε τα διεθνώς κατοχυρωμένα δικαιώματα «αβλαβούς διέλευσης» κ.α τα οποία θα μπορούσαν να κάνουν χρήση τα σοβιετικά πλοία, όπως άλλωστε έκαναν την εποχή του Ψυχρού πολέμου.
Αυτά είναι τα βασικά Ελληνοτουρκικά προβλήματα και θα μπορούσε κάποιος με ευκολία να πει πως υπάρχουν θεωρητικά αρκετές επιλογές, αρκετοί, τρόποι επίλυσης τους, όπως α) οι απευθείας καλοπροαίρετες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο κρατών, β) η προσφυγή σε διαιτησία κοινής αποδοχής, γ) η αξιοποίηση των διεθνών πιέσεων, από τους οργανισμούς που η χώρα μας συμμετέχει και των συμμάχων μας αν δεν υπάρχουν να τις δημιουργήσουμε.
Στην πραγματικότητα όμως το εύρος των επιλογών που προαναφέρθηκαν για λύση των προβλημάτων δεν είναι τόσο μεγάλο. Γιατί μερικές απ’ αυτές τις επιλογές έχουν ήδη απορριφτεί ή ναρκοθετηθεί, άμεσα ή έμμεσα από την Τουρκία, ώστε να μην μπορούν να αποδώσουν λύσεις. Έτσι επανειλημμένα η Τουρκία απέρριψε τη Διεθνή Διαιτησία π.χ με τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στις διενέξεις , σχετικά με το Αιγαίο.
Έτσι ο Ελληνοτουρκικός διάλογος κυριολεκτικά σύρθηκε αρκετά χρόνια χωρίς να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα και χωρίς να ανακόψει την Τουρκική προκλητικότητα μέχρι σήμερα.
Οι διεθνείς πιέσεις προς την Τουρκία δεν φαίνονται να έχουν αποτελέσματα γιατί οι ισχυροί για διαφορετικούς, ο καθένας έχει τις δικές του σκοπιμότητες για γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά συμφέροντα.