Οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων!

Σημαντική μείωση 4,1% στα «κόκκινα» ανοίγματα των τραπεζών

Το 14,4% των κόκκινων δανείων προς υπαγωγή σε καθεστώς προστασίας!

Σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, της τάξης του 4,1%, κατάφεραν οι ελληνικές τράπεζες έως το τέλος Ιουνίου. Σύμφωνα με την Έκθεση για τους Επιχειρησιακούς Στόχους Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, τέλος Ιουνίου, το ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) είναι μειωμένο κατά 4,1% συγκριτικά με το τέλος Μαρτίου του 2018 και κατά 6,1% συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017, αγγίζοντας τα 88,6 δις ευρώ ή το 47,6% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όταν και καταγράφηκε το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ, παρατηρείται μείωση κατά 17,3% ή 18,6 δις ευρώ!

 Η «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος από τον ELA και από το βάρος των «κόκκινων» δανείων στα χαρτοφυλάκιά τους, σημαίνει ότι αργά αλλά σταθερά, επιστρέφουν στον κύριο ρόλο τους, την χρηματοδότηση της ελληνικής Οικονομίας. Αν και λόγω των αυξημένων όρων της ΕΚΤ, δεν πρόκειται να επιστρέψουν οι εποχές  των «ελεύθερων» δανείων, όπου τα καταναλωτικά έβγαιναν με ελάχιστες ή ακόμα και καθόλου προϋποθέσεις, ο απαραίτητος δανεισμός της αγοράς, αναμένεται να ανοίξει ξανά.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της ΤτΕ και τους στόχους των τραπεζών, τα ΜΕΑ ως ποσοστό των συνολικών ανοιγμάτων αναμένεται να μειωθούν σταδιακά και να αγγίξουν το 35,2% το 2019. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό είναι λίγο υψηλότερο από τον προηγούμενο στόχο του 33,9%, εξαιτίας των διαφορετικών παραγόντων μείωσης των ΜΕΑ, αλλά και της χαμηλότερης εκτιμώμενης πιστωτικής επέκτασης. Για την ίδια περίοδο, τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ), αναμένεται να μειωθούν κατά 47%, δηλαδή από 72,8 δις ευρώ τον Ιούνιο του 2017 σε 38,6 δις. ευρώ το 2019. Ο σχετικός δείκτης ΜΕΔ αναμένεται να μειωθεί από 36,1% σε 21,1% το ίδιο διάστημα.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η μείωση των ΜΕΑ κατά το β΄ τρίμηνο του 2018 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις πωλήσεις ύψους σχεδόν 2,0 δις ευρώ, οι οποίες αφορούν κυρίως συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από δύο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα.

 Πέραν των πωλήσεων, στη μείωση των ΜΕΑ συνέβαλαν επίσης οι διαγραφές (1,6 δις ευρώ), οι εισπράξεις (0,6 δις ευρώ) και οι ρευστοποιήσεις (0,6 δις ευρώ). Στο τελευταίο τρίμηνο παρατηρήθηκε αύξηση στις πωλήσεις, καθώς οι τράπεζες προχωρούν στην ολοκλήρωση συναλλαγών που έχουν ήδη ανακοινώσει, αλλά και στις ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ο τριμηνιαίος ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με τα δύο προηγούμενα τρίμηνα (στο 1,8%), χαμηλότερος από τον τριμηνιαίο δείκτη αθέτησης (default rate), ο οποίος εμφανίζει αυξητική πορεία για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, φτάνοντας το 2,1% και επιβεβαιώνοντας την αρνητική τάση που παρατηρήθηκε ήδη από το α΄ τρίμηνο του 2018.

Κοντά στο 9% η μείωση των επιχειρηματικών «κόκκινων» δανείων

Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στα χαρτοφυλάκια Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ), μεγάλων επιχειρήσεων και ναυτιλιακών δανείων, όπου η τριμηνιαία μείωση άγγιξε τo 9,2%, 8,7% και 8,5% αντίστοιχα. Oι επιδόσεις στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο διατηρούνται χαμηλές, καθώς το επίπεδο των ΜΕΑ παρέμεινε σταθερό. Σε ετήσια βάση (συγκριτικά με τον Ιούνιο του 2017), η μείωση των ΜΕΑ στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο άγγιξε το 15,7%, στο καταναλωτικό το 24,6%, ενώ στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο σημειώθηκε μείωση των ΜΕΑ κατά μόλις 1,1%.

Ερωτηματικό οι υπό ένταξη σε ρυθμίσεις οφειλές

Αξιοσημείωτο είναι το ποσοστό των ΜΕΑ που τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία. Στο σύνολο των χαρτοφυλακίων, το 14,4% των ΜΕΑ τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία σε σύγκριση με 13,7% το Μάρτιο του 2018, αλλά η αύξηση του ποσοστού αυτού οφείλεται ουσιαστικά στη μείωση του συνολικού ύψους των δανείων, καθώς η αξία των δανείων υπό καθεστώς νομικής προστασίας παρέμεινε σταθερή. Το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, όπου φτάνει το 30%.

Ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος Ιουνίου του 2018, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 44,3% για το στεγαστικό, το 56,9% για το καταναλωτικό και το 48,0% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ΜΕΑ παρατηρείται στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 68,8%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των ΜΜΕ (δείκτης ΜΕΑ: 62,3%). Σταθερά καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 28,3%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 31,6%).

Η κάλυψη από προβλέψεις3 σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί ελαφρά, αγγίζοντας το 48,6% τον Ιούνιο του 2018 από 49,0% το Μάρτιο του 2018, κυρίως λόγω των σημαντικών διαγραφών και πωλήσεων που διενεργήθηκαν στο τρίμηνο, ενώ, εάν συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται ξεπερνά το 100%.

Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2017, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουνίου του 2017, τα ΜΕΑ ήταν κατά 1,6 δις ευρώ χαμηλότερα από το ποσό – στόχο. Συνεπώς, το υπόλοιπο έναρξης των ΜΕΑ για τις ελληνικές εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες κατά τη νέα στοχοθεσία (Ιούνιος 2017 – Δεκέμβριος 2019) διαμορφώθηκε στα 101,8 δις ευρώ (τα εν λόγω ανοίγματα δεν περιλαμβάνουν ανοίγματα εκτός ισολογισμού ύψους περίπου 1 δις ευρώ). Οι τράπεζες στοχεύουν σε μείωση των ΜΕΑ κατά 37% κατά την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των ΜΕΑ στα 64,6 δις ευρώ στο τέλος του 2019. Σημειώνεται ότι ο νέος στόχος είναι χαμηλότερος κατά 2,2 δις ευρώ σε σχέση με την υποβολή του Σεπτεμβρίου του 2016.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, ο χρονικός ορίζοντας μείωσης των ΜΕΑ δεν έχει μεταβληθεί, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης θα επιτευχθεί κατά τα δύο τελευταία έτη, το 2018 και το 2019. Παρατηρούνται, ωστόσο, κάποιες διαφοροποιήσεις στους παράγοντες μείωσης των ΜΕΑ σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή. Συγκεκριμένα:

– Οι τράπεζες σκοπεύουν να επισπεύσουν την πώληση δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και σε μικρότερο βαθμό στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες στοχεύουν σε επιπλέον πωλήσεις ύψους 4,7 δις ευρώ, αγγίζοντας τα 11,6 δις ευρώ συνολικές πωλήσεις για την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019. Μέρος των επιπλέον πωλήσεων (1,4 δις ευρώ) ήδη έχει πραγματοποιηθεί κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 μέσω τιτλοποίησης και μεταφοράς ΜΕΑ από λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα.

– Επιπρόσθετα, οι τράπεζες σκοπεύουν να αυξήσουν τα ποσά των διαγραφών κατά περίπου 1,2 δις ευρώ, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο λιανικής.

– Παρόλα αυτά, οι τράπεζες πραγματοποίησαν συντηρητικότερες εκτιμήσεις όσον αφορά τις καθαρές εισροές ΜΕΑ σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή στοιχείων. Η εισροή νέων ΜΕΑ για την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019 αυξάνεται κατά 1,2 δις ευρώ, ενώ αντίθετα η αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (curing) μειώνεται κατά 2,5 δις ευρώ. Οι τράπεζες ενσωμάτωσαν στα μοντέλα τους χειρότερες μακροοικονομικές υποθέσεις σε σύγκριση με την προηγούμενη υποβολή (ρυθμός αύξησης ΑΕΠ, διαθέσιμο εισόδημα), οι οποίες επηρέασαν το ρυθμό εκ νέου αθέτησης (re-default rate), καθώς και τις καθαρές εισροές ΜΕΑ.

Η χαμηλότερη αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων σχετίζεται σε ένα βαθμό και με τα υψηλότερα ποσά πωλήσεων και διαγραφών.

– Οι λοιποί παράγοντες μείωσης των ΜΕΑ δεν παρουσιάζουν μεταβολή σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή. Οι εκποιήσεις καλύψεων παραμένουν κύριος παράγοντας ύψους 10,6 δις ευρώ.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή