Παρότι πλέον διάγουμε το τέταρτο 24ωρο μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Κώστα Σημίτη, η επ’ αυτού συζήτηση καλά κρατεί και προκαλεί παρενέργειες ακόμη και στον ΣΥΡΙΖΑ. Και εντάξει, για το Ελσίνκι μπορούν να ειπωθούν πολλά -πολύ περισσότερα απ’ όσα είπε ο Κώστας Σημίτης.
Ωστόσο, εκτός από την επί της ουσίας συζήτηση για τα ελληνοτουρκικά και την ελληνική διπλωματία, ένα ακόμη θέμα είναι ποιος λέει όσα λέει. Και, κυρίως, πότε ο εν λόγω μιλάει και πότε όχι.
Ο Κώστας Σημίτης, λοιπόν, αποφάσισε να προβεί σε μία δημόσια παρέμβαση για τα ελληνοτουρκικά, με βασική στόχευση όχι μόνο να υπογραμμίσει την κρισιμότητα των στιγμών, αλλά κυρίως να μας υπενθυμίσει πόσο καλός πρωθυπουργός ήταν. Μόνο που στην παρούσα φάση, η υστεροφημία του κ. Σημίτη δεν αποτελεί πρόβλημα της χώρας. Και, πάντως, η υστεροφημία κάποιου, ακόμη και ενός πρώην πρωθυπουργού, δεν «χτίζεται» αποσπασματικά. Ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν μόνο «ο πρωθυπουργός της ΟΝΕ», «ο πρωθυπουργός του Ελσίνκι και της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.», ούτε μόνο «ο πρωθυπουργός των μεγάλων έργων και των Ολυμπιακών Αγώνων». Ταυτοχρόνως, ήταν ο πρωθυπουργός της πρόχειρης ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ, των υπερτιμολογημένων και καθυστερημένων δημόσιων έργων, του Οτσαλάν, αλλά και του Άκη Τσοχατζόπουλου, του Τσουκάτου και του Γιάννου Παπαντωνίου. Όπως, επίσης, και του Χρηματιστηρίου. Για όλα αυτά, όμως, δεν έχει πει κουβέντα -εκτός από εκείνη την περίφημη συνέντευξη στην οποία χαρακτήρισε την διαφθορά ως «κοινωνικό φαινόμενο» απαντώντας σε ερώτηση για το αν έχει πολιτική ευθύνη για διεφθαρμένους υπουργούς της κυβέρνησής του! Και, βεβαίως, μια και του πρώην πρωθυπουργού τού αρέσει να ενδύεται την στολή του «Νέστορα» στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, θα περίμενε κανείς να κάνει το ίδιο και στη Συμφωνία των Πρεσπών -και όχι να τηρήσει αιδήμονα σιωπή επειδή το Μακεδονικό το έλυνε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά όχι. Για όλα τα παραπάνω, σιωπή. Με άλλα λόγια, ο κ. Σημίτης μιλά μόνο όταν τον συμφέρει και μόνο όταν αυτά που έχει να πει (θεωρεί ότι) συμβάλουν στην οικοδόμηση της υστεροφημίας του. Και για τον λόγο αυτό, ακυρώνει μόνος του τη σημασία των παρεμβάσεών του.